Τοπική Αυτοδιοίκηση χωρίς Κοινότητες είναι μισή Αυτοδιοίκηση

«Σχετικά με το υπόμνημα του Υπουργού Εσωτερικών για τον νέο Κώδικα Αυτοδιοίκησης: Οι Κοινότητες και ο ρόλος τους»

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι – ή τουλάχιστον οφείλει να είναι – το πολίτευμα της εγγύτητας. Είναι η φωνή του πολίτη που δεν χάνεται σε γραφειοκρατικούς διαδρόμους, αλλά χτυπά κατευθείαν την πόρτα της Κοινότητας – του θεσμού που σηκώνει στους ώμους του την καθημερινότητα, την κοινωνική συνοχή και τη λειτουργικότητα κάθε Δήμου.

Η Κοινότητα είναι εκεί όπου κατοικεί ο πολίτης, εκεί όπου βιώνεται η καθημερινότητα, εκεί όπου αποτυπώνονται οι πραγματικές ανάγκες.

Κι όμως, το νέο υπόμνημα για την αναμόρφωση του Κώδικα Τοπικής Αυτοδιοίκησης, το οποίο παρουσιάστηκε στο κοινό Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΝΠΕ και της ΚΕΔΕ στις 28 Απριλίου 2025, δεν περιλαμβάνει ούτε μία αναφορά στις Κοινότητες.

Η πλήρης απουσία πρόβλεψης για τη θεσμική κατοχύρωση, τις αρμοδιότητες και τη λειτουργική τους ενδυνάμωση δεν είναι απλώς αβλεψία – είναι πολιτικό και δημοκρατικό έλλειμμα. Η σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση παρακάμπτει τον πιο κρίσιμο κρίκο της αυτοδιοικητικής αλυσίδας: την Κοινότητα – τον θεσμό που αποτελεί τον πρώτο και αυθεντικό δέκτη της κοινωνικής πραγματικότητας.

Συνταγματικό και νομοθετικό έρεισμα: οι Κοινότητες έχουν θέση στην Αυτοδιοίκηση, αλλά παραμένουν πρακτικά αόρατες

Το άρθρο 102 του Συντάγματος θεμελιώνει την αρμοδιότητα των ΟΤΑ για τις τοπικές υποθέσεις, στη βάση της αρχής της εγγύτητας.

Στο ίδιο πνεύμα, οι νόμοι «Καλλικράτης» (ν. 3852/2010) και «Κλεισθένης» (ν. 4555/2018) αναγνώρισαν τις Κοινότητες ως βασικά κύτταρα της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης. Παρότι προέβλεψαν αρμοδιότητες για τους Προέδρους και θεσμοθέτησαν Συμβούλια Κοινότητας, δεν κατοχύρωσαν την επιχειρησιακή ή διοικητική τους αυτοτέλεια.

Πιο πρόσφατα, ο ν. 5013/2023 για την πολυεπίπεδη διακυβέρνηση ορίζει την ανάγκη καθετοποίησης των αρμοδιοτήτων μεταξύ των επιπέδων διοίκησης. Ωστόσο, οι Κοινότητες δεν εντάσσονται στο σύστημα άσκησης τοπικής εξουσίας ως λειτουργικές μονάδες, αγνοώντας τον καθημερινό και επιτελικό τους ρόλο.

Το νέο υπόμνημα, αντί να διορθώσει αυτή την ανισορροπία, την παγιώνει. Δεν αναγνωρίζει ούτε την υπόσταση των Συμβουλίων Κοινότητας, ούτε τον θεσμικό ρόλο των Προέδρων. Στην ουσία, διαγράφει τις Κοινότητες από τον αυτοδιοικητικό χάρτη.

Η απουσία θεσμικής πρόβλεψης για τους Προέδρους Κοινοτήτων – ούτε ως αιρετούς εκπροσώπους ούτε ως θεσμικά όργανα – καθιστά τον ρόλο τους αόρατο.

Κι όμως, οι Πρόεδροι επιτελούν κρίσιμα καθήκοντα: εποπτεύουν έργα, διαμεσολαβούν με τον Δήμο, μεταφέρουν αιτήματα, διαχειρίζονται μικρές κρίσεις, εκφράζουν πρώτοι το δημόσιο συμφέρον και αποτελούν τα πολυεργαλεία της καθημερινότητας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο λεγόμενο «Βιβλίο Αρμοδιοτήτων», όπου καταγράφονται 1.199 αρμοδιότητες των ΟΤΑ, δεν προβλέπεται ούτε μία αρμοδιότητα που να αποδίδεται απευθείας στις Κοινότητες. Αντιθέτως, αρμοδιότητες τοπικού χαρακτήρα – όπως η διαχείριση κοινοχρήστων χώρων ή μικρής κλίμακας παρεμβάσεις – παραμένουν συγκεντρωμένες.

Επιπλέον, οι Κοινότητες αποκλείονται από όλα τα θεσμικά όργανα διαβούλευσης, οικονομικού σχεδιασμού και ελέγχου. Δεν έχουν λόγο – ούτε τυπικά ούτε ουσιαστικά – στον προϋπολογισμό, τα τεχνικά προγράμματα ή άλλες κρίσιμες δημοτικές αποφάσεις που τις αφορούν άμεσα.

Διεκδικούμε: Καταστατική θέση και ουσιαστικές αρμοδιότητες για τις Κοινότητες

Η αναβάθμιση των Κοινοτήτων δεν είναι «θέμα συντεχνιακό». Είναι υπόθεση Δημοκρατίας και ποιότητας διακυβέρνησης. Παραθέτω συνοπτικά βασικές προτάσεις:

Α. Καταστατική Θέση Προέδρων Κοινοτήτων

1. Αναγνώριση του ρόλου των Προέδρων ως αιρετών, πλήρους ή μερικής απασχόλησης, με αντιμισθία για Κοινότητες άνω των 300 κατοίκων ή με ειδικά γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά (νησιωτικότητα, ορεινότητα).

2. Θεσμοθέτηση ειδικής άδειας για εργαζόμενους (δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα) που ασκούν καθήκοντα Προέδρου.

3. Συμμετοχή των Προέδρων με λόγο και ψήφο (σε αποφάσεις που τους αφορούν) στο Δημοτικό Συμβούλιο, τη Δημοτική Επιτροπή, τις Επιτροπές Διαβούλευσης και στα όργανα κατάρτισης του προϋπολογισμού.

4. Εξασφάλιση λειτουργικών πόρων για διοικητική υποστήριξη, έξοδα γραφείου και μετακινήσεις.

Β. Διοικητική Αυτονομία και Αρμοδιότητες Κοινοτήτων

1. Αναγνώριση της Κοινότητας ως εσωτερικής διοικητικής μονάδας με ευθύνη για καθαριότητα, μικρά έργα, κοινοχρήστους χώρους και πολιτιστικές δράσεις.

2. Θέσπιση «Κοινοτικού Προϋπολογισμού», με σύνταξη ετήσιου σχεδίου αναγκών από το Συμβούλιο Κοινότητας.

3. Συμμετοχή των Κοινοτήτων στον δημοτικό σχεδιασμό και στις τοπικές διαβουλεύσεις.

4. Δυνατότητα διεξαγωγής τοπικού δημοψηφίσματος με ψηφιακά μέσα – ως θεσμοθετημένη διαδικασία συμμετοχής, μη δεσμευτική αλλά ενισχυτική της άμεσης δημοκρατίας.

Η τοπική δημοκρατία ξεκινά από τη βάση – κι αυτή είναι η Κοινότητα!

Η μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν μπορεί να είναι ειλικρινής αν δεν ξεκινά από τη βάση. Οι Κοινότητες δεν είναι απλώς ιστορικά υπολείμματα ή γεωγραφικά διαμερίσματα. Είναι το πρώτο σημείο επαφής του πολίτη με την Αυτοδιοίκηση. Είναι θεσμός ζωντανός, ενεργός και απολύτως αναγκαίος – δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως διοικητική σκιά.

Η ενίσχυση της τοπικής Δημοκρατίας δεν περνά μέσα από κεντρικά διαγράμματα και πειθαρχικά συμβούλια. Περνά από την αναγνώριση και στήριξη εκείνων που στέκονται καθημερινά δίπλα στον πολίτη. Κι αυτοί είναι – πριν και πάνω απ’ όλα – οι Πρόεδροι και τα Συμβούλια των Κοινοτήτων.

Και για να το πω ξώπορτα, όπως λένε στο δικό μου το χωριό: Η τοπική Δημοκρατία δεν ξεκινά από τα γραφεία της Περιφέρειας, ούτε από τις αποφάσεις των Κεντρικών Ενώσεων, ούτε από τις κεντρικές μετα-μεταρρυθμίσεις. Ξεκινά από το χωριό, τη γειτονιά, τον μικρό οικισμό. Από εκεί που ο πολίτης ξέρει το όνομα του αιρετού του. Από εκεί που η απόφαση έχει πρόσωπο και ευθύνη!

Η Αυτοδιοίκηση χωρίς τις Κοινότητες είναι μισή Αυτοδιοίκηση. Και μισή Δημοκρατία, δεν είναι Δημοκρατία.

Παναγιώτης Ι. Λύρας Πρόεδρος Συμβουλίου Δημοτικής Κοινότητας Καλαμάτας