Το λιτριβιό του Μπότσαρη στο Ν. Κόσμο της Σπάρτης

Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

– Πού πάτε;

– Πάμε να παίξουμε στο λιτριβιό του Μπότσαρη.

Τούτη ήταν η στιχομυθία ανάμεσα στα παιδιά και στις μανάδες του Νέου Κόσμου της Σπάρτης, κάπου εκεί στη δεκαετία του ’60. Τότε, που εμείς τα παιδιά του Ν. Κόσμου πηγαίναμε για παιχνίδι στο “λιτριβιό του Μπότσαρη”, που είχε σταματήσει να βγάζει λάδι κάπου στις αρχές του ’50 αφού πρώτα δούλεψε φιλότιμα από το 1920 και μετά.

Το παλια σπωω ήτανε ένα πετρόχτιστο, στενόμακρο χτίσμα με κεραμίδια κοντά στο σπίτι του ιδιοκτήτη Παναγιώτη Δημ. Δημητρόπουλου (Μπότσαρη) που το είχε συνεταιρικά με τον Τσούση και τον Ηλιόπουλο εκεί στα “σύνορα” Νέου Κόσμου – Ψυχικού, μέσα στους μπαξέδες και στους ελαιώνες, μιας και ο Νέος Κόσμος, τότε, ήταν ακόμα μια πολύ αραιοκατοικημένη γειτονιά της Σπάρτης, ένα σπίτι εδώ ένα εκεί. Μπροστά από το λιτριβιό του Μπότσαρη πέρναγε ένα μονοπατάκι, το περίφημο “Στενό του Μπότσαρη”, που διέσχιζε τον μπαξέ και κατέληγε στην οδό Αναπαύσεως, λίγο πιο πάνω από το νεκροταφείο του Αη-Γιώργη και τις ταβέρνες του Τσούση και του Αμπατζή.

Εμείς τα παιδιά μπαινοβγαίναμε για παιχνίδι μέσα στο παλιό λιτριβιό (παιδιά της πόλης είμαστε δεν ξέραμε και πολλά για τα λιτριβιά) και μόνο από τις ιστορίες των παλαιών είχαμε ακούσει κάποια πράγματα, για το πώς δούλευε και τι έκανε αυτό το παλιό λιοτρίβι.

Έχοντας στο μυαλό μας τις ιστορίες αυτές και βλέποντας μέσα στο παλιό λιτριβιό του Μπότσαρη, τις μεγάλες πέτρες τις στρογυλές -τα λιθάρια-, τη μεγάλη “βίδα”, τα όρθια και τα πλαγιαστά μαδέρια και τα καδρόνια, τις κασόνες, τα κρεμασμένα δώθε-κείθε καραβόσκοινα, τους ντορβάδες που είχανε απομείνει ο ένας πάνω στον άλλονε με ό,τι είχε απομείνει πάνω τους από την τελευταία φορά που δούλεψε το λιτριβιό, μια λαμαρινένια μπότσα πεταμένη σε μια αραχνιασμένη γωνιά πλάι σε ένα τεράστιο χωνί και σε δυο λαδούσες (όλα από λαμαρίνα του φανοποιού), και με τη μυρουδιά ακόμα του φρέσκου λαδιού να αρνιέται ν’ αφήσει το σπίτι της, φτιάχναμε (εμείς τα παιδιά που παίζαμε μέσα κι έξω στο λιτριβιό του Μπότσαρη) την ευλογημένη και πανάρχαιη ιστορία της ελιάς και του λαδιού.

Βλέπαμε τους νοικοκυραίους, με πολύ κόπο και υπομονή, να μαζεύουνε με το χέρι μία – μία τις ελιές (ακόμα και το χαμολόι), να τις βάνουνε μέσα στα “τρίριγα” τσουβάλια και να ’ρχονται μετά οι λιτριβιάρηδες με τα γαϊδούρια και τα μουλάρια, να τα φορτώνουνε δεξιά, αριστερά και πανωγόμι και να τα φέρνουνε στο λιτριβιό του Μπότσαρη για να βγει το λαδάκι του νοικοκύρη. Αδειάζανε τις ελιές στο “αλωνάκι” με τα λιθάρια κι ύστερα το υπομονετικό γαϊδουράκι, ζεμένο στα λιθάρια, άρχιζε το βασανιστικό του περπάτημα, γύρω-γύρω, γύρω – γύρω, για να γυρίσουνε τα λιθάρια και να λιώσουνε τις ελιές. Όταν οι ελιές λιώνανε για τα καλά, σταμάταγε το γαϊδουράκι να γυρίζει και οι λιτριβιάρηδες πέρνανε τις λιωμένες ελιές και τις απλώνανε πάνω στους ντορβάδες και βάζανε τους ντορβάδες τον ένα πάνω στον άλλονε στο πιεστήριο και ύστερα “σφίγγανε” το πιεστήριο πάνω στους ντορβάδες, για να βγει το λάδι. Αυτή ήτανε και η πιο δύσκολη και κουραστική δουλειά για τους λιτριβιάρηδες, που λαδωμένοι σαν τα ποντίκια ρίχνανε το στήθος τους, δυο-δυο, πάνω σε ένα καδρόνι χοντρό και σπρώχνανε μ’ όλη τους τη δύναμη για να σφίξει με τη “βίδα” το πιεστήριο, όσο περισσότερο γινότανε πάνω στους ντορβάδες. Με την πίεση αυτή έβγαινε το ευλογημένο λαδάκι από τους ντορβάδες και μετά …πάλι από την αρχή. Όταν τέλειωνε όλος ο καρπός του νοικοκύρη έβγαινε ο “αρχηγός” των λιτριβιάρηδων (ο καραβοκύρης όπως τόνε λέγανε) και βάζοντας το χωνί του λιτριβιού στο στόμα καλούσε το νοικοκύρη να ’ρθει να κάνουνε το “μέτρο” και να πάρει το λάδι του, αλλά και τον επόμενο νοικοκύρη που είχε σειρά, να ’ρθει κι αυτός για να είναι παρών στο ρίξιμο του καρπού του.

Κάπου εδώ ήτανε οι λιγοστές στιγμές της ανάπαυλας για τους λιτριβιάρηδες, που κόβανε ένα καρβέλι φρέσκο ψωμί και το βουτάγανε μέσα στο μοσκοβολιστό φρέσκο λάδι και το τρώγανε, μαζί με τυρί κι ελιές ή και με καμιά ρέγγα (αν είχανε), πίνοντας και κάνα ποτηράκι κρασί για να πάρουνε δύναμη. Αν δεν είχανε φρέσκο ψωμί κόβανε φέτες μπαγιάτικου, τις καψαλίζανε στις φωτιές του λιτριβιού και ύστερα βουτάγανε τις καψάλες στο φρέσκο λάδι κάνοντας την περίφημη μπουκουβάλα που τόσο πολύ αγάπησε ο λαός μας ώστε την έκανε και επίθετο (Μπουκουβάλας) .

Σε μια τέτοια στιγμή ξεκούρασης, κάπου στα 1949-50, “πέτυχε” ο πλανόδιος φωτογράφος τους λιτριβιάρηδες μπροστά στο λιτριβιό του Μπότσαρη: Σοβαροί και με “σκαμμένα” τα πρόσωπα από την κούραση, με τις τραγιάσκες και τους μπερέδες τους στο κεφάλι, με τις αρβύλες σφιχτοδεμένες στα πόδια τους και με τα τιμημένα ρούχα της δουλειάς βουτηγμένα στο λάδι, κάνανε ένα τσιγάρο έξω από το λιτριβιό και ο “καραβοκύρης”, ο Παναγιώτης ο Μπότσαρης, με την νταμιτζάνα στο χέρι γιόμιζε το ποτήρι με κρασί να πιούνε και να στυλωθούνε οι εργάτες. Ένα ποτήρι για όλους, που γύριζε από χέρι σε χέρι κι από στόμα σε στόμα, κατά πώς ματάλαβε κάποτε ο Χριστός τους μαθητές του στο δείπνο το μυστικό.

Ήτανε στη σειρά, από τα αριστερά:

– ο Ντίνος Κανελλάκος από το Ψυχικό,

– ο Παναγιώτης Δημ. Δημητρόπουλος – Μπότσαρης από το Ν. Κόσμο (με την νταμιτζάνα και το ποτήρι στο χέρι),

– ο Νίκος Κανελλάκος από το Ψυχικό,

– ο Γιώργης Διαμαντούρος από την Αράχωβα (Καρυές),

– ο (;) Γρίβας από την Αράχωβα επίσης (με το τεράστιο χωνί του λαδιού στο στόμα, έτσι όπως φώναζε τους εργάτες για να πιάσουνε δουλειά και τους νοικοκύρηδες να πάνε τις ελιές τους ή να πάρουνε το λάδι τους),

-ο (;) Κολοκυθάς από την Καλογωνιά, που δεν ήτανε λιτριβιάρης (φαίνεται –άλλωστε- από τα καθαρά και περιποιημένα ρούχα του) αλλά είχε πάει να παραλάβει το λάδι του.

Πίσω τους φαίνεται το λιτριβιό του Μπότσαρη με τη μεγάλη, δίφυλλη σανιδένια πόρτα του και τα καγκελόφραχτα παράθυρα και δεξιά του η αρχή του “Στενού” που έβγαζε στον Αη-Γιώργη. Τότε, που το λάδι (μαζί με το ψωμί) ήτανε η ζωή των Ελλήνων και για να μαζευτεί η ελιά και να βγει το λάδι το ευλογημένο έπρεπε να δουλέψουνε τα χέρια μόνο και να σμίξει η ελιά και το λάδι με τον ιδρώτα του προσώπου.

Ήρθε καιρός που το παλιό λιτριβιό του Μπότσαρη γκρεμίστηκε, σπίτια και πολυκατοικίες πήρανε τη θέση του, δρόμοι ανοίχτηκαν και το Στενό έκλεισε με σύρμα, χορτάριασε κι έγινε αδιάβατο. Όμως, στο χάρτη του μυαλού μας, εμείς τα παιδιά του ’50 και το ’60, έχουμε πάντα άσβηστο το παλιό λιτριβιό, που δέθηκε κάποτε με τη ζωή των ανθρώπων της γειτονιάς μας και με τα παιχνίδια μας.

*Ευχαριστώ τη Νούλα Δημητροπούλου-Παναγιωτάκη, κόρη του Παναγιώτη Δημητρόπουλου (Μπότσαρη), για τη φωτογραφία και για τις πληροφορίες.