Γύθειο | Θαλασσινό και ηπειρωτικό, πολύχρωμο και βαθυγάλαζο

Ελάχιστοι ηπειρωτικοί προορισμοί μπορούν να καυχιώνται για το νησιωτικό άρωμά τους. Και όσο και αν απολαμβάνουμε τις βόλτες μας στις παραλίες που φτάνουμε οδηγώντας, ελάχιστα από τα χωριά που τις πλαισιώνουν στέκονται επάξια δίπλα στην ομορφιά τους. Το Γύθειο είναι ένα από αυτά.

Θαλασσινό και ηπειρωτικό, πολύχρωμο και βαθυγάλαζο – γιατί αντανακλά το χρώμα των νερών του – παραδοσιακό και σύγχρονο, πόλη και χωριό, το κατώφλι της Μάνης είναι πολλά περισσότερα από μια απλή βάση για εξορμήσεις στα χωριά και τις παραλίες της.

Είναι από μόνο του προορισμός. Για όλες τις εποχές του χρόνου.

Εντυπωσιακά νεοκλασικά του 19ου αιώνα, κτισμένα αμφιθεατρικά στην πλαγιά του καταπράσινου λόφου που οι ντόπιοι αποκαλούν Ακούμαρο, καθρεφτίζουν τα χρώματά τους στα νερά του λακωνικού κόλπου.

Η καρδιά της πόλης χτυπά στην προκυμαία της, εκεί όπου ουζερί και café βγάζουν τραπεζάκια έξω και σερβίρουν ουζοποικιλίες και λουκουμάδες στο σημείο που σκάει το κύμα. Από εδώ ξεκινούν δρόμοι και σοκάκια που ελίσσονται ανάμεσα σε ολάνθιστες αυλές, πέτρινα σπίτια κι εκκλησάκια, ανηφορίζοντας ως την κορυφή του λόφου.

Από την προκυμαία του λιμανιού, στη μέση ακριβώς της παραλιακής περαντζάδας της πόλης, ο λόφος μοιάζει με ζωγραφιά.

Τα παστέλ χρώματα των νεοκλασσικών προσόψεων ανακατεύονται με το βαθυπράσινο των πεύκων και των κυπαρισσιών.

Καθώς το βλέμμα αρχίζει να εστιάζει, διακρίνονται τα πρώτα διάσπαρτα στο λόφο εκκλησάκια, με τα σπίτια από την περίοδο της Τουρκοκρατίας και κάποια κτίσματα που δεν έχουν ακόμη αναπαλαιωθεί, διατηρούν όμως την ρετρό ομορφιά τους σαν μισοφαγωμένες στις άκρες τους φωτογραφίες σε τόνους της σέπιας.

Αν η προκυμαία συνιστά την πλέον ειδυλλιακή βόλτα της πόλης –ειδικά την ώρα που βάφεται με τους χρυσαφί τόνους του ηλιοβασιλέματος – η άκρη της οδηγεί σε μια ακόμη πιο ιδιαίτερη: αυτήν που καταλήγει στο νησάκι Κρανάη, περνώντας πάνω από μια στενή λωρίδα γης, η οποία ένωσε το περισσότερο γνωστό σήμερα ως Μαραθονήσι με την Πελοπόννησο το 1886. Ο μύθος λέει ότι στο μικρό νησάκι πέρασαν την πρώτη τους νύχτα ο Πάρης και η Ελένη, πριν φύγουν για την Τροία.

Στο βορειότερο άκρο του νησιού, επάνω στα ερείπια του Ναού της Αφροδίτης, είναι κτισμένο σήμερα το κατάλευκο, κεραμιδοσκέπαστο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου. Το κυριότερο όμως αξιοθέατο της Κρανάης είναι ο κτισμένος το 1829 πύργος του οπλαρχηγού της Ελληνικής Επανάστασης και τρίτου μπέη της Μάνης, Τζαννετάκη Γρηγοράκη.

Ένα από τα πλέον καλοδιατηρημένα δείγματα της παραδοσιακής μανιάτικης αρχιτεκτονικής, ο πύργος στεγάζει σήμερα το μικρό Ισπανικό και Εθνολογικό Μουσείο της Μάνης το οποίο λειτουργεί καθημερινά από τις 09.00 το πρωί έως τη 1.00 το μεσημέρι και από τις 17.00 έως τις 20.00 το απόγευμα.

Ένας οκταγωνικός φάρος ύψους εικοσιδύο μέτρων στέκει από το 1873 ακοίμητος φρουρός στο άλλο άκρο του μικρού νησιού. Η ωραιότερη, όμως, εντύπωση από το βράχο που τον φιλοξενεί είναι η πανοραμική θέα της χρωματιστής πόλης απέναντι. Ακριβώς όπως από την προκυμαία, η ωραιότερη εικόνα είναι αυτό εδώ το νησάκι.

Λες κι ετούτη η πόλη είναι δύο πλευρές σε διαρκή συναλλαγή. Είναι δύσκολο να αποφασίσεις ποια σου αρέσει περισσότερο.

Το ίδιο δύσκολο είναι να διαλέξεις την ομορφότερη εικόνα της πόλης. Να είναι τα χταπόδια που κρέμονται για να λιαστούν με φόντο την προκυμαία κάποιο ληθαργικό μεσημέρι; Ο λόφος που αλλάζει δεκάδες χρώματα την ώρα που δύει ο ήλιος; Η μεγάλη πλατεία που αντηχεί από τις φωνές των παιδιών που τρέχουν πάνω-κάτω το σούρουπο; Τα νερά που καθρεφτίζουν τα φώτα της πόλης το βράδυ;

Οι παρέες που βολτάρουν στην προκυμαία με το που παίρνει να σκοτεινιάζει και αράζουν σε ατμοσφαιρικά φωτισμένα café-bar με αφράτους καναπέδες πλάι στο κύμα; Η Κρανάη η οποία προσφέρει και μια νέα, διαφορετική εικόνα κάθε φορά που πέφτει επάνω της το βλέμμα, ανάλογα με την ώρα της ημέρας;

Λίγο έξω από το Γύθειο, το καλοδιατηρημένο αρχαίο θέατρο της πόλης προσφέρει την απαραίτητη δόση sightseeing αν δεν σας κάνει καρδιά – ή δε σας φτάνει ο χρόνος – να απαρνηθείτε τη μικρή παραθαλάσσια πολιτεία για να εξερευνήσετε τη Μάνη. Στους πρόποδες του λόφου που φιλοξενούσε την αρχαία Ακρόπολη, το θέατρο χρονολογείται από τα ρωμαϊκά χρόνια – περί το 195 π.Χ. – όταν το Γύθειο διατελούσε πρωτεύουσα του ημι-αυτόνομου Κοινού των Ελευθερολακώνων.

Όταν καταφέρετε να απαρνηθείτε, έστω και για λίγο την αύρα της πόλης, θα γεμίσετε το ρεζερβουάρ και θα ξεκινήσετε για να εξερευνήσετε τη λακωνική Μάνη, τα πυργόσπιτα, τα κάστρα, τα τοπία και τις παραλίες της, τον Μυστρά και τα Σπήλαια του Διρού. Αυτήν την εποχή, οι δαντελωτές παραλίες με τα κρυστάλλινα νερά κερδίζουν τα αξιοθέατα στα σημεία οπότε καλό είναι να έρθετε προετοιμασμένοι για το γεγονός ότι η ιστοριοδιφική πλευρά του εαυτού σας θα νικηθεί από μια ακατανίκητη παρόρμηση για βουτιές και ηλιοθεραπεία. Ούτως ή άλλως, δεν θα σας πειράξει πολύ: θα επιστρέψετε αργά το φθινόπωρο, όταν το Γύθειο – χωρίς να κινδυνεύει από περικοπές δρομολογίων και έλλειψη ζωής – θα απολαμβάνει το προνόμιο να παραμένει …νησιωτικά ηπειρωτικό. Ή μήπως ηπειρωτικά νησιώτικο;

dinfo