Το κουρτινάκι της κυρα-Ποτούλας

Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Η κυρα – Ποτούλα ήτανε από τις πιο αγαπητές γειτόνισσες του Ν. Κόσμου. Πάντα με το χαμόγελο, την καλή της την κουβέντα και την χρυσή της την καρδιά. Ακόμα κι όταν είχε στενοχώριες και σκοτούρες, ποτέ δεν τις έβγαζε προς τα έξω, για να μη μας στενοχωρήσει. Η μοίρα τη χτύπησε παίρνοντάς της, νωρίς-νωρίς, τον άντρα της κι αφήνοντάς της στους ώμους τη βαριά ευθύνη ν’ αναστήσει τα δυο παιδιά της και να συνεχίσει, μόνη, να δουλεύει το καφενείο τους. Κι όμως, η κυρα-Ποτούλα όλα τα κατάφερε μια χαρά, γιατί είχε δύναμη ψυχής και πίστη στο Θεό και την Παναγία, που είχε τ’ όνομά της.


Και δε φρόντιζε μόνο η κυρα-Ποτούλα για τα μεγάλα και τα σπουδαία αλλά και για κείνες τις μικροχαρές, που γεμίζουν την καρδιά του ανθρώπου και νοστιμεύουν τη ζωή του. Έτσι, όταν είδε πως το τζαμιλίκι της πόρτας χρειαζότανε ένα στόλισμα, κάθισε και με τα άξια χέρια της κέντησε ένα κουρτινάκι. Έφτιαξε ένα κέντημα λιτό αλλά πολύ όμορφο, «ξεσηκώνοντας» ένα παλαιό σχέδιο που είχε στο νου της από τη μάνα και τη γιαγιά της. Κι ύστερα με πολύ καμάρι κρέμασε στο τζαμιλίκι το κεντημένο κουρτινάκι και χαιρότανε πολύ όταν το πρωί ο ήλιος το φώτιζε και το ’κανε να ζωντανεύει.


Πέρασαν τα χρόνια, «έφυγε» η κυρα-Ποτούλα, ήρθανε έτσι τα πράγματα που ερήμωσε το σπίτι, και οι καιροί άρχισαν να το γκρεμίζουνε μαζί με τις θύμησες που είχε κλείσει τόσα χρόνια μες στο σεντούκι του. Βούλιαξε η σκεπή με τα κεραμίδια, σάπισαν και άρχισαν να ξηλώνονται τα ξύλινα παντζούρια, ξέφτισαν οι σοβάδες και φάνηκαν οι χωματένιες πλίθρες κι ένα κομμάτι του τοίχου έπεσε κι άφησε ένα γκρέμισμα μεγάλο, αφήνοντας να φανεί ό,τι έχει απομείνει μέσα στο σπίτι της κυρα-Ποτούλας: Μια καρέκλα, ένα ντουλάπι, ένα τραπεζάκι, ένα κρεβάτι… . Από κει, απ’ αυτό το γκρέμισμα, κρυφοκοίταξα κι εγώ ένα πρωί και είδα το κουρτινάκι της κυρα-Ποτούλας, ακόμα κρεμασμένο στο τζαμιλίκι της εξώπορτας, να φωτίζεται από τον ήλιο και να τραγουδάει την ομορφιά, την ανθρώπινη χαρά και τη θύμηση της κυρα-Ποτούλας, μέσα στο θλιβερό, έρημο και μισογκρεμισμένο σπίτι, μέχρις ότου όλα να γίνουν ένας σωρός από γκρεμίδια και να θάψουν από κάτω τους και το κουρτινάκι της κυρα-Ποτούλας.