Όταν φεύγει ένα σπίτι – (Αγησιλάου 110-Σπάρτη)

Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος - Όταν «φεύγει» ένα σπίτι, «φεύγουν» μαζί του και οι άνθρωποι, η ζωή που ζήσανε, οι μικρές και οι μεγάλες στιγμές τους

Όταν «φεύγει» ένα σπίτι, «φεύγουν» μαζί του και οι άνθρωποι, η ζωή που ζήσανε, οι μικρές και οι μεγάλες στιγμές τους, οι χαρές μα και οι λύπες τους, οι ελπίδες και τα όνειρά τους, αλλά και η ιστορία, η ταυτότητα και η διαδρομή της πόλης, μέσα στο ατέλειωτο διάβα των χρόνων.
Στα χρόνια τα παλαιότερα οι άνθρωποι αγαπούσαν τα σπίτια τους, δένονταν μ’ αυτά και τους έδιναν όλη την ψυχή τους. Το σπίτι το παλιό πέρναγε απ’ τους γονείς στα παιδιά και μετά στα εγγόνια και στα δισέγγονα, γιατί αλλιώς η οικογένεια έχανε τη συνέχειά της και ένιωθε να μη ζει και να μην υπάρχει.

«Ένα σπίτι, το πατρικό σου ή αυτό που έφτιαξες τη δική σου οικογένεια, δεν είναι απλά τέσσερις τοίχοι. Είναι ο τοίχος με τις μολυβιές που σημείωνες το ύψος του παιδιού σου, είναι η κουζίνα όπου η οικογένεια συγκεντρωνόταν, όταν μπορούσε, γύρω από το τραπέζι και σχεδίαζε το μέλλον, είναι το γραφείο εκεί στη γωνία με την παλιά βιβλιοθήκη που διάβαζες αδιάκοπα και έγραφες για να πετύχεις, είναι η ζωή, τα σχέδια, τα ονειροπολήματα, η γέννηση των παιδιών σου, ο θάνατος των γονέων σου. Είναι η δική σου ζωή.»
«Τα άψυχα πεθαίνουν μόνο όταν το θελήσουμε» του Στέφανου Μίλεση

Όλα «στράβωσαν», με τα σπίτια τα παλαιά, όταν η ελληνική πολιτεία, τελείως ανιστόρητη και απαίδευτη, βάλθηκε (χωρίς γνώση, χωρίς αιδώ, χωρίς συναίσθηση και χωρίς συνείδηση), να «εκσυγχρονίσει» τις πόλεις, θάβοντας τα ανθρώπινα σπίτια, τα στολίδια τους, κάτω απ’ τον «εκσυγχρονισμό», κάτω από τις απάνθρωπες και απρόσωπες πολυκατοικίες και την ταφόπλακα του μπετόν-αρμέ:

«Και επειδή ένα ταπεινό σπιτάκι με τα τουβλάκια του, με τον κηπάκο του, με τις κληματαριές του, θεωρήθηκε αναχρονιστικό, κατεδαφίστηκε και τη θέση του κατέλαβε μια «μοντέρνα» πολυκατοικία.
Και μετά τα ταπεινά σπιτάκια, σειρά είχαν τα ταπεινά παρκάκια, τα ταπεινά δενδράκια και οτιδήποτε άλλο θεωρήθηκε ξεπερασμένο για τη νέα εποχή. Αρχοντικά κατεδαφίστηκαν, πλατείες μπαζώθηκαν, δρόμοι έγιναν λεωφόροι, πεζοδρόμια ξηλώθηκαν, σπίτια εξαφανίστηκαν.» (ο.π)

Κι αφού χάθηκαν (μαζί με άλλα πολλά) τα όμορφα τα σπίτια τα παλιά, που ήταν η φάτνη της ζωής της ελληνικής οικογένειας, χάθηκε μαζί και η ζωή των ανθρώπων, οι αρχές και οι αξίες και τα ιδανικά που φώτιζαν με σιγουριά το δρόμο τους, και γίναμε καράβι ακυβέρνητο, που το πάνε οι φουρτούνες και οι καιροί όπου αυτοί θέλουν και το βροντοχτυπάνε αλύπητα στα βράχια.

Γι’ αυτό και η θάλασσα της ζωής μας έχει γεμίσει ναυάγια!
Μέσα σ’ αυτή τη μεταπολεμική νέα, ζοφερή πραγματικότητα ΚΑΙ η Σπάρτη άρχισε (από πολλές 10ετίες) να χάνει τα σπίτια της τα παλαιά, τα τζιβαερικά της. Πολύ λίγα κατάφεραν να σωθούν και να θυμίζουν ΤΙ είχαμε, ΤΙ χάσαμε, ΤΙ μας έπρεπε! Όσα παλαιά σπίτια, κατ’ ευφημισμόν και υποκριτικά, χαρακτηρίστηκαν από το ελληνικό κράτος «διατηρητέα», παραμένουν εγκαταλειμμένα, περιμένοντας τον πανδαμάτορα χρόνο να τα ισοπεδώσει.

Ένα απ’ αυτά είναι και τούτο δω το όμορφο αρχοντικό στην οδό Αγησιλάου 110:
Ένα πανέμορφο, διώροφο, λιθόκτιστο, κλασικιστικό σπίτι του 1910, με παλιά κεραμοσκεπή, που ξεχωρίζει (εκτός των άλλων) για το ωραίο σφυρήλατο κιγκλίδωμα και τα (επίσης σφυρήλατα) φουρούσια του μπαλκονιού του και την ξεχωριστή κεντρική του είσοδο, με το όμορφο θύρωμα από παραστάδες και επιστύλιο, με την κλασική ταμπλαδωτή εξώπορτα και το αξιόλογο υαλωτό στέγαστρο με τη φίνα σφυρήλατη μεταλλική βάση.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, πριν ερημώσει, φιλοξένησε στο ισόγειό του το πρακτορείο μεταφορών του αξέχαστου πρωτοψάλτη του Α. Νίκωνος Σπάρτης, Γεωργίου Σαραντάκου.

Σήμερα, το αρχοντικό της οδού Αγησιλάου 110, ντυμένο με τις απωθητικές και αντιαισθητικές πλερέζες του θανάτου των σπιτιών, περιμένει την πλήρη κατάρρευσή του, για να πάει να συναντήσει τα άλλα αδέρφια του, εκεί στους κολασμένους παραδείσους της μνήμης των παλαιών σπιτιών της Σπάρτης.
ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΑ ΣΠΙΤΙΑ
Γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι,
έτσι είν’ η ζωή μας, μεσημέρι βράδυ.
Μη ζητάς, κορίτσι μου, ένα κορδελάκι
από τα ερείπια φτιάχνω ένα σπιτάκι.

Σκονισμενοι δρόμοι, η πικρή ζωή μου,
μέσα στο σκοτάδι χάνω τη φωνή μου…
Γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι,
έτσι είν’ η ζωή μας μεσημέρι βράδυ.
ΝΟΤΗΣ ΠΕΡΓΙΑΛΗΣ (1964)