Βρισκόμαστε στα 1950. Καλοκαίρι. Η Σπάρτη έχει βγει βαθιά πληγωμένη από την Κατοχή και τον αδελφοκτόνο εμφύλιο και πασχίζει «να σταθεί στα πόδια της» και να γιατρέψει τις πληγές της.
Ήταν τότε που μια μέρα ο φημισμένος φωτογράφος της Σπάρτης Βασίλης Γεωργιάδης (1904-1974) (ο οποίος μαζί με τον γιο του, τον αείμνηστο Πρόεδρο της ΠΕΣ, Νίκο και τον εγγονό του Βασίλη κράτησαν ζωντανή τη μνήμη και την ιστορία αυτής της πόλης), έστησε το ξύλινο, ψηλό τρίποδό του στην Παλαιολόγου, για να «τραβήξει» μιαν ακόμα φωτογραφία-καρτ ποστάλ της Σπάρτης.
Ο φωτογράφος Βασίλης Γεωργιάδης με τη σύζυγό του Αικατερίνη
Δεν βιαζόταν. Περίμενε να κάνει την εμφάνισή του μέσα στο μεγάλο δρόμο ο τελευταίος φουστανελάς της Σπάρτης, ο Νικόλας Σταματόπουλος του Αναστασίου και της Παναγιώτας, που κάθε μέρα, σχεδόν, από χρόνια πολλά, κατέβαινε, καβάλα στο γαϊδουράκι του, από τα Ματαλαίικα στην πόλη, για να πουλήσει γάλα ή να κάνει τα ψώνια και τις δουλειές του.
Κάποια στιγμή φάνηκε από ψηλά το γαϊδουράκι με τον κυρ-Νικόλα καθισμένο μονόπαντα στο σαμάρι. Φορούσε την καθημερινή εκδοχή της φουστανέλας, τη «λερή» φουστανέλα όπως την έλεγε, μια γκρίζα πουκαμίσα με τις μανσέτες της, τους ωμίτες, την πατιλέτα με τα κουμπιά και τις κουμπότρυπες, τις πιέτες και την τραχηλιά της, που κατέληγε από κάτω σε μια μακριά, μέχρι το γόνατο, φουστανέλα. Από κάτω φορούσε το λευκό πανωβράκι και πάνω από αυτό τις παραδοσιακές πλεκτές άσπρες κάλτσες. Ήταν ποδεμένος με χειροποίητα παπούτσια από βακέτα, που αν είχαν φούντα θα μπορούσαν να είναι τσαρούχια, και στο κεφάλι του φορούσε ένα μαύρο καλπάκι.
Ο φωτογράφος, ο Βασίλης Γεωργιάδης, ετοίμασε τη μηχανή του, περίμενε, και όταν ο κυρ Νικόλας έφτασε κοντά, πάτησε το κλείστρο και μ’ ένα κλικ χάρισε στον μπαρμπα-Νικόλα Σταματόπουλο την αθανασία.
Δεν ήταν, η πουκαμίσα, η μόνη στολή που φορούσε ο Νικόλας Σταματόπουλος. Στο σεντούκι του σπιτιού του είχε και την καλή, την επίσημη φορεσιά του, φουστανέλα βαριά με τετρακόσια φύλλα, φαρδομάνικο πουκάμισο λευκό, γελέκο από βελούδο ομορφοκεντημένο, περισκελίδα λευκή και γονατάρες, τσαρούχια και, φυσικά, βαρύ πέτσινο σελάχι. Τη επίσημη αυτή στολή της φουστανέλας τη φόραγε παλαιότερα με περισσό καμάρι ο Νικόλας Σταματόπουλος, όταν, νέος, ωραίος, ευσταλής και λεβεντάνθρωπος, κατέβαινε στη Σπάρτη για τις δουλειές του, αλλά και στις γιορτές και τις επίσημες ημέρες.
Μ’ αυτήν, την καλή του τη στολή, όντας νέος, με το μουστάκι του στριμμένο τσιγκελωτό και τα μαλλιά του «Μαλλιά σγουρά, μαλλιά κοράκου χρώμα, που ανέμιζε ο αγέρας στα ζερβά», «στήθηκε» καμαρωτά σ’ ένα φωτογραφείο της παλιάς Σπάρτης κι «έβγαλε» μιαν ωραία ασπρόμαυρη φωτογραφία, που την κρέμασε στον τοίχο του σπιτιού του, για να θυμάται τη νιότη και τη λεβεντιά του και να μείνει, η
φωτογραφία, κληρονομιά στους απογόνους, για να μην ξεχνούν ποτέ τον παππού Νικόλα.
(Μοναδική παραχώρηση του Νικόλα Σταματόπουλου στους «φραγκοφορεμένους», τους «ψαλιδόκωλους» όπως τους έλεγαν περιπαικτικά οι ελληνοφορεμένοι, ήταν ένα ψαθάκι που φόραγε, νέος, αντί για το φέσι.)
Με αυτήν την καλή του τη στολή, κάπου μεταξύ 1930-1935, συνάντησε Νικόλα Σταματόπουλο να περπατά καμαρωτός στην Παλαιολόγου, λίγο πιο πάνω από το ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ, ο Πέτρος Π. Καλονάρος [(Νόμια Λακωνίας, 1894 – Αθήνα, 1959) συγγραφέας, ιστορικός, λαογράφος και φωτογράφος] και «τράβηξε» μια καταπληκτική φωτογραφία, την οποία εξέδωσε ως καρτ-ποστάλ, με αποτέλεσμα, ο «φουστανελάς της Σπάρτης», να γίνει γνωστός στο πανελλήνιον αλλά και διεθνώς, έστω κι αν κανείς δε γνώριζε το όνομά του.
(Η φωτογραφία αυτή είναι σίγουρα πριν από το 1935, μιας και απουσιάζουν οι νησίδες με τους φοίνικες της Παλαιολόγου, που δημιούργησε και φύτεψε ο Δήμαρχος Ηλίας Γκορτσολόγος στα 1935. Το ψηλό κτήριο που ξεχωρίζει στο κέντρο είναι το ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ (1920) και λίγο παρακάτω φαίνεται και το αρχοντικό ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΥ, το οποίο στολίζει, ευτυχώς ακόμα, το κέντρο της Σπάρτης στη γωνία Παλαιολόγου και Ευαγγελιστρίας. Τα παλαιά ταξί του ’30 έχουν πιάτσα, κάθετα, στις δυο πλευρές της λεωφόρου, τα πεζοδρόμια της οποίας είναι φυτεμένα με ακακίες, πριν τις αντικαταστήσει με νεραντζιές ο Γκορτσολόγος.)
Σίγουρα, στα πρώτα χρόνια της νέας Σπάρτης, από το 1834 που ιδρύθηκε και μετά, πολλοί θα ήταν εκείνοι οι Σπαρτιάτες που φορούσαν φουστανέλα ή πουκαμίσα μέσα στην πόλη, όπως άλλωστε γινόταν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Σιγά-σιγά, όμως, ο νέος τρόπος ζωής και ο εξευρωπαϊσμός, έκανε τους Έλληνες να εγκαταλείπουν σταδιακά την εθνική φορεσιά και να την αντικαθιστούν με τα «φράγκικα», τα ευρωπαϊκά δηλαδή, οπότε, κάπου στα τέλη του 19ου αι. η φουστανέλα είχε εκλείψει, τουλάχιστον από τις πόλεις. Έμειναν μόνο κάποιοι μεμονωμένοι Έλληνες, που, παθιασμένα, επέμεναν να φορούν φουστανέλα μέσα σε μιαν Ελλάδα που άλλαζε με γρήγορους ρυθμούς.
Ο κυρ Νικόλας ο Σταματόπουλος, για χρόνια πολλά, ήταν στη Σπάρτη ο τελευταίος κρίκος ανάμεσα στην παλιά και τη σύγχρονη πόλη ανάμεσα στον παλιό και το νέο τρόπο ζωής. Ένας άνθρωπος απλός, ένας αυθεντικός Έλληνας, που με τον τρόπο του, χωρίς να προκαλεί, υπερασπιζόταν μιαν Ελλάδα στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, μιαν Ελλάδα που αγάπησε, έναν τρόπο ζωής που έβλεπε ότι άλλαζε ραγδαία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γινόταν καλύτερος.
Η προφορική παράδοση της οικογένειας Σταματόπουλου έχει διασώσει πως η καταγωγή της ήτανε από την Αρκαδία και τα μέλη της οικογένειας διασκορπίστηκαν σ’ εκείνους τους δύσκολους καιρούς της Τουρκοκρατίας, αλλά και μετά, σε διάφορα μέρη του Μοριά. Ένας προπάππος της οικογένειας Σταματοπούλου εγκαταστάθηκε στα Χαρβουρέικα της Μαγούλας. Στα κατοπινά χρόνια της ελεύθερης Ελλάδας η οικογένεια Αναστασίου Σταματόπουλου βρέθηκε να δουλεύει στο κτήμα του Δημοσθένη Παρασκ. Ματάλα, στη Λάκκα Σπάρτης, κατοικώντας σ’ ένα από τα σεμπρόσπιτα, τα οποία ήταν προορισμένα για κατοικία των εργατών που βρίσκονταν στη δούλεψη της οικογένειας Ματάλα.
Το αρχοντικό ΜΑΤΑΛΑ, στη Λάκκα
Σεμπρόσπιτο στα Ματαλαίικα
(Σέμπρος λεγότανε αυτός, που, κατόπιν συμφωνίας, καλλιεργούσε ένα κτήμα, το οποίο ανήκε σε άλλον ή έβοσκε ξένα ζώα, κρατώντας για τον εαυτό του ένα μέρος από την παραγωγή.)
Η λακωνική ρίζα της μεγάλης γενιάς των Ματαλαίων ήταν από τις Καρυές (Αράχωβα) και όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του Καθιδρύματος Αθανασίου Ματάλα: « οι ρίζες της κρατούσαν από το Βυζάντιο και οι βλαστοί της έφθαναν μέχρι τον αγώνα του 1821, στον οποίο οι Ματαλαίοι πήραν μέρος και απέδειξαν την ευγένεια της καταγωγής τους και το μεγαλείο της δικής τους προσωπικής δημιουργίας.»
Ο Δημοσθένης Ματάλας ξεχώρισε από την οικογένεια Σταματόπουλου τον Νικόλα Σταματόπουλο, τον οποίο έστειλε στο σχολείο για να μάθει γράμματα και στη συνέχεια τον έκανε γραμματικό του και διαχειριστή για κάποιες από τις πολλές και σημαντικές υποχρεώσεις του. Με την ιδιότητά του αυτή, ο νεαρός Νικόλας, επισκεπτόμενος τη Μαγούλα, εκεί όπου η οικογένεια Ματάλα είχε περιουσία με επιβλέποντα τον Δημήτριο Ματάλα, ξάδερφο του Δημοσθένη Ματάλα, γνώρισε την κόρη του Φωτεινή, οι δυο νέοι αγαπήθηκαν και τελικά παντρεύτηκαν, συνεχίζοντας να ζουν μιαν απλή, λιτή και απέριττη ζωή στο σεμπρόσπιτο των Ματαλαίικων.
Σε εποχές που η γυναίκα δεν είχε γνώμη για τη ζωή της και ήταν πλήρως υποταγμένη στις αποφάσεις και τις επιλογές του πατέρα, η Φωτεινή Ματάλα του Δημητρίου, δυναμική, αποφασιστική και χειραφετημένη, επέλεξε ν’ ακολουθήσει το δρόμο της καρδιάς της, προτιμώντας να ζήσει με βάση τις βαθύτερες επιθυμίες, τα αισθήματα και την αλήθεια της. Δεν το μετάνιωσε ποτέ. Στη μνήμη όλων έμεινε σαν μια άξια γυναίκα και σύζυγος, μάνα καλή και γιαγιά γεμάτη αγάπη και φροντίδα για τα εγγόνια της και τον κόσμο όλο.
Ο Νικόλας Σταματόπουλος, με τη γυναίκα του τη Φωτεινή, τη Νικολάκαινα όπως τη φώναζαν, στόλισαν τον κήπο της ζωής τους με έξι παιδιά (!!!), πέντε αγόρια (τον Τάσο, τον Δημήτρη, τον Σαράντο, τον Γιώργο και τον Χαρίλαο) και ένα κορίτσι (την Παναγιώτα ή Πηνιώ), τότε που τα παιδιά (παρ’ όλο που οι εποχές ήταν πολύ δυσκολότερες από τις σημερινές) θεωρούνταν (και ήταν) ευλογία.
Ο Νικόλας και η Φωτεινή μεγάλωσαν τα παιδιά τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», σύμφωνα με τις ελληνοχριστιανικές παραδόσεις, με δυσκολίες πολλές αλλά και με πολλή χαρά και αγάπη, μιας και η αγάπη ποτέ δεν λιγοστεύει όταν η οικογένεια μεγαλώνει, αλλά, αντίθετα, αυγαταίνει!
Είχανε τον κήπο τους, όπου βάζανε τα λαχανικά και τα ζαρζαβατικά τους, το κοτέτσι με τις κοτούλες τους, το γουρούνι τους και ανάμεσα στις άλλες δουλειές, στο κτήμα του Ματάλα, άρμεγαν και τις αγελάδες και ο κυρ Νικόλας κατέβαινε, κάθε πρωί, με το γαϊδουράκι του στη Σπάρτη, ως γαλατάς, για να το δώσει, σπίτι με σπίτι, στις νοικοκυρές, που άφηναν στα πρεβάζια των παραθύρων τους τις γυάλινες μπουκάλες και τα αλουμινένια κατσαρόλια. Γάλα φρέσκο και αγνό, που στα ύστερα χρόνια, το έπαιρναν και οι ΑΦΟΙ ΚΑΙΣΑΡΗ, οι οποίοι είχαν το αξέχαστο γαλακτο-ζαχαροπλαστείο στο υπόγειο κάτω από το χειμερινό σινεμά ΦΛΟΡΑΛ, στο κέντρο ακριβώς της Σπάρτης (Παλαιολόγου και Λυκούργου), για να το σερβίρουν ζεστό
στους πρωινούς πελάτες τους και να φτιάχνουν τα περίφημα γλυκά τους, τις πάστες, τα γαλακτομπούρεκα, τις κρέμες και τα ρυζόγαλα.
Ζωή δύσκολη, φτωχή και απλή για την οικογένεια του Νικόλα Σταματόπουλου και της Φωτεινής, αλλά άνθρωποι γεμάτοι με τη Σοφία του Θεού, που έκαναν τη φτώχεια ένα μεγάλο φως στα βάθη της καρδιάς τους.
Σαν γέρασε ο μπαρμπα-Νικόλας, κατέβαινε πλέον στη Σπάρτη για να κάνει τα ψώνια του στα μπακάλικα του ΚΑΨΑΛΑΚΟΥ και του ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ και στο φούρνο του ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΗ, στην οδό Ακροπόλεως (σημερινή Γκορτσολόγου) κοντά στην πλατεία, όπου συναντούσε γνωστούς και φίλους, κουβέντιαζε μαζί τους για τα μικρά και μεγάλα της ζωής και της Σπάρτης, έπινε ένα καφεδάκι ή κανένα ποτήρι κρασί και μετά, πάλι με το γαϊδουράκι του, με κρεμασμένα τα ταγάρια με τα ψώνια από τα κολιτσάκια του σαμαριού γύριζε στο σπιτικό του. Μικρά και απλά πράγματα της ζωής, από κείνα που κρύβουν τις μεγαλύτερες ανθρώπινες χαρές, τις χαρές που διαρκούν για πάντα.
Μαζί με τον φουστανελοφόρο, τον κυρ Νικόλα Σταματόπουλο, που είναι το κύριο θέμα της φωτογραφίας, ο Βασίλης Γεωργιάδης αποτύπωσε μιαν όμορφη, ανθρώπινη και ζωντανή πρωινή στιγμή του κέντρου της Σπάρτης, εκείνο το καλοκαίρι του 1950:
Το θρυλικό και ιστορικό ξενοδοχείο ΜΕΝΕΛΑΪΟΝ, στο οποίο δεν έχει ανεγερθεί, ακόμα, ο τρίτος όροφος, και κόσμο πολύ συγκεντρωμένο μπροστά στο ξενοδοχείο, αφού εκεί, στην πάνω γωνία του, στεγαζόταν, το ΚΤΕΛ Λακωνίας (πριν μεταφερθεί αργότερα στη Βρασίδου, λίγο παρακάτω), με το καφε – γαλακτο – ζαχαροπλαστείο των Αφών Ράπτη δίπλα του και την Εθνική Τράπεζα στην άλλη γωνία.
Τέσσερα-πέντε ταξί εποχής παρκαρισμένα μπροστά από το ΚΤΕΛ για να εξυπηρετήσουν επιβάτες των λεωφορείων που αποβιβάζονταν και άλλα ταξί ανάμεσα στις νησίδες με τους φοίνικες, οι οποίοι, φυτεμένοι από τον δήμαρχο Ηλία Γκορτσολόγο, κάπου στα 1935 μαζί με τις νεραντζούλες των πεζοδρομίων, είχαν ήδη ανδρωθεί και σίγουρα δεν φαντάζονταν πως θα ’ρχόταν στιγμή που η Σπάρτη θα τους ξερίζωνε για πάντα μαζί με τις νησίδες τους και πως οι νεο-Σπαρτιάτες θα έκοβαν από τη ρίζα τις νεραντζιές, όταν τους εμπόδιζαν.
Ένα ποδήλατο αραγμένο στη σκιά μιας νεραντζιάς περιμένει τον αναβάτη του, το περίπτερο στη γωνία Παλαιολόγου και Κλεομβρότου έχει πελατεία (σήμερα έχει αποκαθηλωθεί μαζί με αρκετά άλλα, δυστυχώς), το θρυλικό παιχνιδοπωλείο-βιβλιοχαρτοπωλείο ΤΖΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ, στη γωνία αριστερά, με ένα κιλίμι κρεμασμένο μπροστά στη βιτρίνα για τον ήλιο αντί για τέντα, ένας ασπροφορεμένος υπάλληλος, σε πρώτο πλάνο, κουβαλά υπό μάλης φραντζόλες, ένα παιδί ξυπόλητο (!!!) στην κεντρική λεωφόρο και κόσμος πολύς που περπατά άνετα και αμέριμνα, καταμεσής του μεγάλου δρόμου, αφού τα αυτοκίνητα δεν έχουν, ακόμα, αρχίσει να δυναστεύουν τη ζωή της Σπάρτης.
Ο μπαρμπα – Νικόλας ο Σταματόπουλος, του Αναστασίου, έτσι απλά και όμορφα έζησε τη ζωή του, έτσι απλά και ήσυχα πέθανε στο σπίτι του, κάπου στα 1959. Τη στολή της φουστανέλας του, την καλή του τη στολή, την «έφαγε» (μαζί μ’ αυτόν) η μαύρη γης: Τον κήδεψαν λαμπροφορεμένο με την καλή του τη φουστανέλα, το λευκό του πουκάμισο με τα φαρδιά μανίκια, το γελέκι και το σελάχι του και σίγουρα φουστανελοφορεμένος θα σεργιανάει, σήμερα και για πάντα, εκεί στους δρόμους του Ουρανού.
Στους καιρούς μας, οι απόγονοι του Νικόλα Σταματόπουλου, του τελευταίου φουστανελά της Σπάρτης, που σίγουρα ζουν κάπου ανάμεσά μας, με αφορμή αυτές τις δυο φωτογραφίες θα κάνουν σπονδές μνήμης στον αγνό αυτόν γέροντα Σπαρτιάτη, που, φουστανελοφορεμένος και καβάλα στο γαϊδουράκι του, μας άφησε την τελευταία γλυκιά ανάμνηση μιας Σπάρτης που διάβηκε και πέρασε ανεπιστρεπτί.
*Θερμές ευχαριστίες στον εσαεί Δήμαρχο Σπάρτης κ. Ματάλα Δημοσθένη, στον οποίο οφείλεται η αποκάλυψη του ονόματος τού τελευταίου φουστανελοφόρου της Σπάρτης, καθώς και τα στοιχεία για τη ζωή του.
Σπάρτη 24-9-2025
Βαγγέλης Μητράκος