Η Δόξα είναι χωριό της Αρκαδία, στην περιοχή της Γορτυνίας. Βρίσκεται σε υψόμετρο 600 μέτρων, στην πλαγιά του ομώνυμου όρους Δόξα, εκεί που η Γορτυνία αρχίζει να κατηφορίζει προς την Ηλεία, γι’ αυτό και η θέα από το χωριό φτάνει μέχρι το Ιόνιο Πέλαγος. Το πρώτο όνομα του χωριού ήταν «Βρετεμπούγα» (από το αλβανικό Vreto Bua). Το 1927 ονομάστηκε Μαυροσκιάκαι το 1928 πήρε την σημερινή του ονομασία από την κορυφή Δόξα (υψόμετρο 894 μ.) του βουνού στους πρόποδες του οποίου είναι κτισμένο το χωριό. Ήταν χωριό ονομαστό για τους χτίστες του.
Στη Δόξα έζησε ο παππούς μου ο Αγγελής Μητράκος(Λαϊνάς), πετρομάστορας, που είχε παντρευτεί τη Χαρίκλεια Μαραγκού και έκαναν πέντε παιδιά: Τη Σωτηρία, τον Μαρίνη, τον Παναγιώτη, τη Μαρίτσακαι τον Γιάννη.
Στις 23 Αυγούστου 1943, οι Γερμανοί, ως αντίποινα για τη δράση των Ανταρτών στην περιοχή, έκαψανολοσχερώς το χωριό Δόξα. Την ίδια μέρα έκαψαν και το γειτονικό χωριό Χώρα, όπου εκτέλεσαν 11 άτομα και τραυμάτισαν πολλά. Οι Δοξιώτες σώθηκαν γιατί πρόλαβαν να εγκαταλείψουν έγκαιρα το χωριό.
Ο Γιάννης Μητράκος (Χαλβατζόγιαννης) – θείος μου, αδελφός του πατέρα μου Παναγιώτη, ο μοναδικός εν ζωή από τα πέντε αδέρφια – έζησε τα γεγονότα (η οικογένεια ήτανε τότε στο χωριό) και σε χειρόγραφο σημείωμά του για τις ρίζες της οικογένειας διέσωσε το παρακάτω ανθρώπινο περιστατικό από την πυρπόληση της Δόξας:
Εμείς οι Λαϊναίοι
Αυτά που γράφω θέλω να τα μάθουν τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου και τα ανίψια μου.
Είμαι ο Γιάννης Μητράκος του Αγγελή και της Χαρίκλειας.
Είχα άλλα τέσσερα αδέλφια: Τη Σωτηρία, τονΜαρίνη, τον Πανάγο και τη Μαρίτσα. Έχουν φύγει από τη ζωή.
Ο Γιάννης Μητράκος, δεξιά, με το αδερφό του Παναγιώτη και τον ανιψιό του Βαγγέλη, στη Σπάρτη, στα 1960
Η μάνα μου ήταν κόρη του Πανάγου Μαραγκού και της Μαρίτσας. Ήταν από τους «Πατσιαβουραίους». Το επίθετο του παππού της ήταν Θάνος. Το έβαλε «Μαραγκός», γιατί εξασκούσε το επάγγελμα του μαραγκού.
(…) Για την ιστορία αναφέρω (ότι) πέντε μέρες μετά το κάψιμο του χωριού ο Παναγιώτης (ο αδελφός μου) κάπου δούλευε και ήρθε να δει τι είχαμε γίνει η γιαγιά, η θεία, η Μαρίτσα και εγώ.
Πάει να μπει στην πλατεία του χωριού, στρίβει δεξιά, η πόρτα (της εκκλησίας;) είναι ανοιχτή. Βλέπει το σκοπό Γερμανό (και) κρύφτηκε στα πουρνάρια του Αγιο-Νικόλα. Μόλις έκανε στροφή ο Γερμανός, ρίχνει μια ματιά και βλέπει τη ραπτομηχανή μας.
Πού ήταν αυτό το θάρρος;
Μπήκε μέσα, τη βούτηξε και την έκρυψε πίσω από το σπίτι. Είχαν φτιάξει μια γούβα,στη γη μέσα. Η μάνα μου είχε βάλει το γέννημα και κάτι χάλκινα σκεύη. Σήκωσε τα πουρνάρια την έβαλε μέσα και άρχισε να ρωτάει για εμάς.
Ακριβώς το ’45 άρχισε η Σωτήρω (η αδελφή μου) ραπτική και (έβγαζε) έσοδα για το σπίτι. Έφτιαχνε νυχτικιές, πουκάμισα και μπλούζες γυναικείες. Συνέχισε την προσπάθεια να βελτιώσει τις γνώσεις της.
Ήρθε ο εμφύλιος και οι ανταρτίνες ερχόσαντενα ράψουν εσώρουχα και παντελόνια. Απέκτησε πολλή πείρα απάνω στη χωριάτικη ραπτική.
Το Οκτώβρη του ’48 ο Δημοκρατικός Στρατός εμπήκε στη Μπολέτα, στο Σανατόριο (της Τρίπολης), και πήρε τις κουβέρτες. Ένας λόχος ήρθε στη Δόξα και η Σωτήρω (η αδελφή μου) τους έραβε σακάκια (από τις κουβέρτες) χωρίς φόδρα. Είχε την επινόηση να φτιάξει λοξές τσέπες, να βάζουν τα χέρια μέσα, να ζεσταίνονται».
Η Δόξα σήμερα
«Η μνήμη είναι στην καρδιά»
Βαγγέλης Μητράκος