Η Τσικνοπέμπτη των Ελλήνων

Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Είμαστε, πλέον, στη δεύτερη βδομάδα του Τριωδίου και η πιο σημαντική μέρα της δεν είναι άλλη από την Τσικνοπέμπτη. Η βδομάδα αυτή λεγόταν «Κρεατινή» ή «Ολόκριγια» (όλο κρέας) επειδή ήτανε η τελευταία βδομάδα που τρώγανε κρέας εν όψει της Σαρακοστής του Πάσχα. Λεγότανε επίσης και «άρτσι βούρτσι», δηλ. «άνω-κάτω», μιας και η νηστεία «πήγαινε περίπατο» και οι άνθρωποι ήταν κι ένιωθαν πιο ελεύθεροι, διασκεδάζοντας, ξεδίνοντας και ξεπερνώντας (καμιά φορά) τα όρια.

Σήμερα η «Τσικνοπέμπτη» παραπέμπει σε εξορμήσεις σε «προορισμούς», σε εξόδους για φαγητό και για διασκέδαση, όμως στα παλιότερα χρόνια η Τσικνοπέμπτη ήτανε μια μέρα (καλύτερα ένα βράδυ) οικογενειακής χαράς.

Αυτή τη μέρα, την Τσικνοπέμπτη ή Τσικνοπέφτη, ο Ελληνικός Λαός έμπαινε για τα καλά στην Αποκριά, που τότε είχε ξεκάθαρο και αδιαμφισβήτητο το νόημά της, ότι δηλαδή οι άνθρωποι θα έτρωγαν για τελευταία φορά το κρέας και μετά θα νήστευαν σαράντα ολόκληρες μέρες μέχρι την Ανάσταση. Για τους σύγχρονους Έλληνες που οι παραδόσεις και τα έθιμα έχουν ξεθωριάσει (για να μην πούμε ότι έχουν ολότελα σβηστεί) η Τσικνοπέμπτη και οι Απόκριες και η Καθαρή Δευτέρα δεν έχουν άλλο νόημα (δυστυχώς) πέρα από την «απόδραση», τη διασκέδαση και το ξέφρενο φαγοπότι, ενώ η νηστεία της Σαρακοστής του Πάσχα ισχύει μόνο για ελάχιστους, κυρίως παλαιούς, που όταν κι αυτοί φύγουν απ’ τη ζωή τίποτε πια δεν θα θυμίζει την Ελληνορθόδοξη Παράδοση στην πορεία προς το Πάσχα, αυτή που μας παρέδωσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες των Ελλήνων.

Στα χρόνια εκείνα τα παλιά, λοιπόν, την Τσικνοπέμπτη, η κάθε ελληνική οικογένεια έπρεπε «να τσικνώσει τη γωνιά της», να ψήσει, δηλαδή, κρέας, συνήθως χοιρινό, και η τσίκνα του (τόσο σπάνια σ’ εκείνες τις εποχές) να ευωδιάσει ολόγυρα τον τόπο, σαν ένα αντίο στην κρεοφαγία και σαν ένα καλωσόρισμα στη νηστεία του Πάσχα που κατέφθανε. Ακόμα κι όταν καμιά φτωχή οικογένεια του καιρού εκείνου δεν είχε κρέας για να τσικνίσει, η καημένη η νοικοκυρά, θα ’βρισκε οπωσδήποτε κάτι τις να ρίξει στην κατσαρόλα ή στο τηγάνι της και θα το ’βαζε στη φωτιά για να καεί λιγάκι και να τσικνίσει το σπίτι, έτσι όπως το ’θελε η πανάρχαιη συνήθεια των Ελλήνων, κι ας μην είχε μετά τίποτε να δώσει να φάνε τα πιτσιρίκια του σπιτιού που η μυρουδιά της τσίκνας τα μάζευε γύρω της.

Μιας και η Τετάρτη και η Παρασκευή είναι μέρες νηστείας, ο λαός μας (με τις ευλογίες της Εκκλησίας) έβαλε την Πέμπτη σαν ημέρα κρεοφαγίας, ώστε να τηρηθούν τα πατροπαράδοτα έθιμα της Αποκριάς.

Και δεν ήτανε μονάχα μια οικογενειακή συμμάζωξη η Τσικνοπέμπτη, αλλά μια μεγάλη «αγκαλιά» που μάζευε μέσα της εκτός από την οικογένεια και τους συγγενείς, τους φίλους και τους γείτονες, ώστε να πιστοποιηθούν και να σφυρηλατηθούν οι αιώνιοι και ακατάλυτοι δεσμοί της κοινότητας των Ελλήνων, ένας για όλους και όλοι για έναν.

Τρώγανε, λοιπόν, το κρέας το τσικνισμένο, (όσο τουλάχιστον είχανε μιας και για τους παλαιούς σημασία δεν είχε η ποσότητα του φαγητού αλλά η παρέα και οι δεσμοί της καρδιάς), πίνανε και το κρασάκι τους, θυμούντανε και τα παλιά τραγούδια «Τούτη η γης που την πατούμε- ούλοι μέσα θε να μπούμε», χορεύανε ολόγυρα στο στρωμένο τραπέζι της Τσικνοπέμπτης, κι όταν αργά φεύγανε για ύπνο είχε χορτάσει η ψυχή τους από αγάπη ανθρώπινη και από συναδέρφωση και νιώθανε πιο δυνατοί και πιο γενναίοι και πιο σίγουροι στο αλωνάκι της ζωής όπου δίνανε καθημερινά τη μάχη τους για να ζήσει η οικογένειά τους.

Φορτωμένη η Τσικνοπέμπτη, όπως κι όλες οι μέρες «οι σημαδιακές», με πολλά όμορφα ήθη και έθιμα, αυτά που αποτελούν τα «τζιβαερικά» της γενιάς των Ελλήνων:

-Στην Πελοπόννησο, αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, τη μέρα αυτή σφάζανε τα γουρούνια όσοι δεν τα είχανε σφάξει τα Χριστούγεννα, βράζανε το χοιρινό, φτιάχνανε και τη «γουρναλοιφή και τη ρίχνανε μαζί με τα κομμάτια του χοιρινού και του λουκάνικου στις λαγήνες. Τη «γουρναλοιφή» την είχανε για άρτυμα του φαγητού οι νοικοκυρές (αντί για λάδι) και το κρέας το παστό, μέσα στη λίγδα, ήτανε το φαγητό όλης της χρονιάς και μ’ αυτό φίλευαν και τους ξένους που κόπιαζαν στο σπιτικό τους.

Το σφάξιμο του γουρουνιού την Τσικνοπέμπτη ήτανε μια ευκαιρία για να μαζευτούνε όλοι γύρω από τα καζάνια, να βάλουνε και θράκα και να ψήσουνε διάφορους μεζέδες χοιρινούς και ν’ αρχίσει το τσιμπούσι με άφθονο κρασί, τραγούδι και χορό, ενώ η τσίκνα έπνιγε όλο το χωριό. Ξεχωριστή ήτανε η χαρά των πιτσιρικάδων που μέσα σ’ όλα τα άλλα, εξασφάλιζαν και την «μπάλα»’ της χρονιάς. Η φούσκα του χοιρινού φουσκωνόταν και δενόταν σφιχτά ο λαιμός της. Πολλοί έβαζαν μέσα και λίγα σπυριά από καλαμπόκι για να κουδουνάει με το κλότσημα. Ύστερα άρχιζε το «κλοτσοσκούφι» στις αλάνες και η αυτοσχέδια μπάλα γινότανε όλο πιο σφιχτή και πιο βαριά από το χώμα που κόλλαγε πάνω της, καθώς κύλαγε καταγής. (Άντε τώρα να πεις στα σημερινά παιδιά της αφθονίας και του κορεσμού ότι κάποτε υπήρξαν παιδιά που παίζανε μπάλα με μια φούσκα γουρουνιού)!

-Στο νησί της Ίου το βράδυ της Τσικνοπέμπτης μασκαράδες ζωσμένοι με κουδούνια προβάτων διέσχιζαν με κέφι τη Χώρα, επισκεπτόμενοι σπίτια και καταστήματα.

-Στην Αρκαδία η Τσικνοπέμπτη ήτανε μέρα κρεατοφαγίας (μέχρι σκασμού), οικογενειακής συγκέντρωσης και διασκέδασης.

-Στην Κοζάνη το περίφημο «τσίκνισμα» πραγματοποιούνταν μέσα από την τσίκνα που αναδύονταν από το αρτυμένο φαΐ, συνήθως κρέας (το οποίο σημειωτέων αποκαλείται «φαΐ» στο τοπικό ιδίωμα π.χ. «Κυριακή σήμερα έχουμε φαΐ μι πατάτις στου φούρνου»). Το να κάψει μια νοικοκυρά το φαγητό εκείνη την εποχή ήταν μεγάλη πολυτέλεια.

-Στη Θήβα την Τσικνοπέμπτη άρχιζε ο «Βλάχικος Γάμος» που ξεκινούσε με το προξενιό δύο νέων, συνεχιζόταν με το γάμο στη Μεγάλη Αποκριά και τελείωνε την Καθαρή Δευτέρα με την πορεία των προικιών της νύφης και το γλέντι των συμπεθέρων.

-Στην Κομοτηνή καψάλιζαν, την Τσικνοπέμπτη, μια κότα που επρόκειτο να φαγωθεί την Κυριακή της Αποκριάς. Αυτήν την ημέρα τα αρραβωνιασμένα ζευγάρια αντάλλασσαν δώρα φαγώσιμα. Ο αρραβωνιαστικός έστελνε στην αρραβωνιαστικιά του μια κότα, τον λεγόμενο κούρκο, και εκείνη του έστελνε μπακλαβά και μια κότα γεμιστή, για να επαληθευτεί η παροιμία πως ο «έρωτας περνάει από το στομάχι».

-Σε μερικές περιοχές την Τσικνοπέμπτη έφτιαχναν πιλάφι με κρέας και το μοίραζαν στους φτωχούς, τους οποίους ο λαός μας είχε πάντα έγνοια στις μεγαλογιορτές.

Αυτά και άλλα πολλά συνέβαιναν κάποτε την Τσικνοπέμπτη. Σήμερα όλο και χάνουμε τα σημάδια και τα πατήματα της Ελληνικής Παράδοσης, γι’ αυτό και στη ζωή μας έχει γεννηθεί ένα τεράστιο κενό που όλο και μεγαλώνει και που μάταια και απεγνωσμένα πασχίζουμε να γεμίσουμε.

Ο μεγάλος μας Λαογράφος Κ. Ρωμαίος στο βιβλίο του «Κοντά στις ρίζες» γράφει σε ένα αποκριάτικο, λαογραφικό αφιέρωμά του:

«Ήταν σαν τέτοιες μέρες, τελευταία βδομάδα της Αποκριάς, που συνάντησα στην Αμερική πριν από λίγα χρόνια το θείο το Δημήτρη. Στην Ελλάδα ήτανε ναυπηγός στα καΐκια, ο μαστρο-Δημήτρης με τ’ όνομα. Φεύγοντας όμως για την Αμερική,

αναγκάστηκε ν’ αλλάξει και επάγγελμα και όνομα. Έγινε εργάτης σε ένα υφαντουργείο, στο Μπίντιφορντ, και από μαστρο-Δημήτρης έγινε μίστερ Τζίμης. Εκείνο όμως που δεν άλλαξε σ’ αυτό τον άνθρωπο ήταν η ψυχή του και η αγάπη του για τον τόπο που γεννήθηκε. Για τούτο και πάντα, σε κάτι τέτοια γυρίσματα του χρόνου, Απόκριες και Λαμπρή, η ψυχή του γέμιζε νοσταλγία και πόνο. Και τότε, κάτω από τον Αμερικάνο μίστερ Τζίμη ξυπνούσε ο μαστρο-Δημήτρης, φορτωμένος με τις αναμνήσεις της αλησμόνητης πατρίδας..

-Στην πατρίδα έχουμε τις μέρες τούτες Απόκριες, μουρμούριζε. Εδώ δεν υπάρχουν Απόκριες. Υπάρχουν μονάχα τσίκλες, που τις μασάς για να περάσεις τη μονοτονία σου!»

-Δε βαριέσαι…τώρα γίναμε κι εμείς Αμερική μαστρο-Δημήτρη. Τα καταφέραμε και γίναμε!

Καλή Τσικνοπέμπτη και καλές Αποκριές

Βαγγέλης Μητράκος