Στην εφαρμοσμένη πολιτική -όπου οι σταθμίσεις που πρέπει να γίνονται για κάθε απόφαση είναι πολλές και όχι πάντα ευδιάκριτες- πολύ σπάνια κάποιος έχει να επιλέξει μεταξύ μιας ξεκάθαρα θετικής και μιας ξεκάθαρα αρνητικής επιλογής. Σπανίως υπάρχει, δηλαδή, ένα δίπολο «άσπρου-μαύρου» ή «καλού-κακού». Και τις περισσότερες φορές βοηθάει να αναρωτιέσαι ξανά και ξανά γιατί μια απόφαση που μοιάζει θετική για μια ομάδα μπορεί να δημιουργεί αντανακλαστικά προβλήματα σε κάποια άλλη.
Ας θυμίσουμε, λοιπόν, ξανά ότι το ζήτημα της φορολόγησης των φιλοδωρημάτων ισχύει μεν εδώ και 30 χρόνια, παρέμενε δε ανεφάρμοστο έως σχετικά πρόσφατα διότι επικρατούσαν οι συμβατικές πληρωμές με ρευστό. Το ζήτημα μπήκε δικαίως με ένταση στη δημόσια συζήτηση λόγω της ραγδαίας ψηφιοποίησης των χρηματικών συναλλαγών.
Οι λόγοι για τους οποίους μια πλήρης άρση της φορολόγησης των tips δεν θα ήταν μια δίκαιη και υπεύθυνη πολιτική ειναι δύο:
Η δικαιοσύνη και η προστασία των εργαζομένων και των εισοδημάτων τους από καταχρηστικές πρακτικές είναι, συνεπώς, οι αρχές που οδηγούν σε αυτή την ισορροπημένη και δίκαιη λύση της θέσπισης ενός λογικού αφορολόγητου έως τα 300 ευρώ/μήνα ανά εργαζόμενο.
Έτσι, με αυτό τον τρόπο, διατηρείται και νομιμοποιείται ένα εθιμικό δικαίωμα που καλώς έρχεται από το παρελθόν και πρέπει να προστατευθεί σε ένα ραγδαία εξελισσόμενο ψηφιακό περιβάλλον που επιτάσσει για πολλούς λόγους να κάνουμε τη μετάβαση στις ψηφιακές πληρωμές. Κάπως έτσι, η πολιτική μας συναιρεί την παράδοση με την εξέλιξη και την προστασία των εισοδημάτων των πιο ευάλωτων εργαζομένων με τη δικαιοσύνη.
