Το εκλογικό σύστημα των ερχόμενων και των επόμενων εθνικών εκλογών στην Ελλάδα

Του Χρήστου Ηλ. Τσίχλη Δικηγόρου Αθηνών -Συνταγματολόγου- συνηγόρου Αμερικανικού δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα- ΔΣ πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων- ΔΣ ιδρύματος Μπότσαρη- νομικού συμβούλου Βορειοηπειρωτών Ελλάδος.

Κατά το Σύνταγμα (άρθρο 54 παρ.1) οι ερχόμενες εθνικές εκλογές θα διεξαχθούν με τον προηγούμενο νόμο (συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) και οι επόμενες με τον νέο νόμο που ψήφισε η σημερινή κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Δηλαδή, οι ερχόμενες εκλογές θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής, σύστημα που καθιστά εξαιρετικά δύσκολο τον σχηματισμό κυβέρνησης και οι επόμενες εκλογές, μετά από τριάντα ημέρες, με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, που ευνοεί κυρίως το πρώτο κόμμα. Οι επαναληπτικές βουλευτικές εκλογές διεξάγονται μέσα σε τριάντα ημέρες(30 ημέρες) από την αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης μέσω διερευνητικών εντολών κατόπιν προκήρυξής τους με διάταγμα του ΠτΔ, που προσυπογράφεται από το μεταβατικό Υπουργικό Συμβούλιο (37 παρ. 3 Σ). Στο μεσοδιάστημα, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ορίζει υπηρεσιακή κυβέρνηση, με υπηρεσιακό Πρωθυπουργό τον δικαστή Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Με το σύστημα της απλής αναλογικής, που θα εφαρμοστεί στις ερχόμενες πρώτες εκλογές, προκειμένου να υπάρξει πλειοψηφία 151 εδρών δεν απαιτείται μόνο εκλογικό ποσοστό πάνω από 50% για τον σχηματισμό κυβέρνησης, αλλά και κάποιο μικρότερο ανάλογα με τη μη αντιπροσωπευόμενη ψήφο. Κύριο χαρακτηριστικό του νόμου 2016 της απλής αναλογικής, είναι ότι σχεδόν απαγορεύει τις μονοκομματικές πλειοψηφίες, χωρίς όμως να σημαίνει ότι το πρώτο κόμμα μπορεί εύκολα να αγνοηθεί στον σχηματισμό κυβέρνησης, ιδίως όταν προηγείται με αξιόλογη απόσταση . Ο εκλογικός νόμος 4406/2016 της τότε κυβέρνησης ψηφίστηκε από την προ τριετίας βουλή, προβλέποντας κατάργηση του «μπόνους» των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα και υπολογισμό των κοινοβουλευτικών εδρών που αντιστοιχούν σε καθένα από τα κόμματα, τα οποία συγκεντρώνουν τουλάχιστον 3% επί των έγκυρων ψήφων στην εκάστοτε εκλογική αναμέτρηση, ως εξής: το σύνολο των ψήφων που κάθε κοινοβουλευτικό κόμμα συγκεντρώνει στην Επικράτεια πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό 300 και το γινόμενο αυτό διαιρείται με το άθροισμα των ψήφων υπέρ όλων των εκάστοτε κοινοβουλευτικών κομμάτων (Ν. 4406/2016 συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ). Κατ’ άλλους η απλή αναλογική, οδηγεί σε παρατεταμένη ακυβερνησία και κατ’ άλλους η απλή αναλογική είναι το πιο δημοκρατικό εκλογικό σύστημα. Στις επόμενες εθνικές εκλογές (και όχι στις ερχόμενες, επειδή δεν συγκέντρωσε 200 και πλέον θετικές ψήφους Βουλευτών), θα ισχύσει το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, που ψήφισε η σημερινή Βουλή, η Νέα Δημοκρατία και η Ελληνική λύση. Με την ενισχυμένη αναλογική, εάν το πρώτο κόμμα, έχει λάβει ποσοστό μεγαλύτερο ή ίσο του 25% των έγκυρων ψηφοδελτίων, τότε λαμβάνει μπόνους 20 έδρες, ενώ οι υπόλοιπες 280 έδρες κατανέμονται αναλογικά μεταξύ των δικαιούμενων εδρών κομμάτων. Από το 25% και μετά, για κάθε 0,5% το πρώτο κόμμα θα παίρνει επιπλέον μπόνους μία έδρα, ενώ το μάξιμουμ των 50 εδρών θα το λαμβάνει εάν το ποσοστό του είναι στο 40%.
Τα ανωτέρω ισχύουν και σε περίπτωση συνασπισμού κομμάτων, εφόσον ο μέσος όρος της δύναμης των κομμάτων που τον απαρτίζουν είναι μεγαλύτερος από την δύναμη του αυτοτελούς κόμματος, που συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό εγκύρων ψηφοδελτίων. Έτσι, ένα κόμμα που θα κινείται κοντά στο 37% θα μπορεί να έχει αυτοδυναμία, σε συνάρτηση και με άλλους παράγοντες, όπως ο αριθμός των κομμάτων που θα εισέλθουν στη Βουλή. Εφόσον αποσπάσει το 40% της λαϊκής ψήφου, θα λαμβάνει τις επιπρόσθετες 50 έδρες, αριθμό που μέχρι τώρα λάμβανε το πρώτο κόμμα ανεξαρτήτως του ποσοστού του.
Εάν ο νέος νόμος, ίσχυε στις τελευταίες εθνικές εκλογές του Ιουλίου, η Νέα Δημοκρατία με το 39,85% θα κέρδιζε 49 επιπλέον έδρες, αντί 50 που έλαβε και θα είχε συνολικά έναν βουλευτή λιγότερο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως νικητής των εκλογών τον Σεπτέμβριο του 2015 με 35,46% θα ελάμβανε 40 έδρες μπόνους, τον προηγούμενο Ιανουάριο με το ποσοστό του στο 36,34% δύο περισσότερες έδρες, δηλαδή 42, ενώ ακόμα πιο πίσω χρονικά, η Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά τον Ιούνιο του 2012 με το 29,66% θα λάμβανε επιπλέον 29 έδρες αντί των 50 τις οποίες έλαβε. ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ, ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΨΗΦΟΥ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ:. Διεξαγωγή της ψηφοφορίας Ελλήνων του εξωτερικού, με αυτοπρόσωπη παρουσία του εκλογέα σε εκλογικά τμήματα που θα συσταθούν σε ελληνικές πρεσβείες, ελληνικά προξενεία, χώρους οργανώσεων απόδημων(χώρους ελληνικών συλλόγων ή εκκλησιών) ή άλλους κατάλληλους χώρους. Ο ελάχιστος αριθμός για να συγκροτηθεί εκλογικό τμήμα είναι οι σαράντα (40) εκλογείς.
Η ψήφος των εκλογέων που ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα στα ανωτέρω εκλογικά τμήματα θα μετράει ισότιμα στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα και, επομένως, για τη συνολική κατανομή των εδρών, ανά την επικράτεια.

Αυξάνονται σε 15 από 12 οι βουλευτές Επικρατείας. Οι εκλογείς στα τμήματα του εξωτερικού θα επιλέγουν (δίχως να θέτουν σταυρό προτίμησης) το ψηφοδέλτιο Επικρατείας του κόμματος που επιθυμούν. Εναπόκειται στα κόμματα αν θα επιλέξουν έναν ή περισσότερους υποψηφίους στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας που θα προέρχονται από τον ελληνισμό της διασποράς. Δικαίωμα εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους του εξωτερικού ,έχουν οι εκλογείς οι οποίοι πληρούν σωρευτικά τα παρακάτω κριτήρια:

α. Τα τελευταία τριάντα πέντε (35) χρόνια, έχουν ζήσει τουλάχιστον δύο (2) έτη μόνιμα στην Ελλάδα.

β. Έχουν υποβάλει φορολογική δήλωση (Ε1 ή Ε2 ή Ε3 ή Ε9) είτε το τρέχον είτε το προηγούμενο φορολογικό έτος.

Ολοκληρώθηκε η αναθεώρηση του άρθρου 54 του Συντάγματος ώστε να είναι συμβατοί με το Σύνταγμα οι περιορισμοί.

Η αίτηση του εκλογέα θα γίνεται ηλεκτρονικά σε ειδική πύλη του υπουργείου εσωτερικών. Εφόσον τα διαθέσιμα στοιχεία για την απόδειξη των κριτηρίων του σημείου 4 είναι διαθέσιμα σε βάσεις δεδομένων του Δημοσίου (και συναινεί ο εκλογέας) αυτά θα αντλούνται αυτεπάγγελτα άμεσα.

Η πιστοποίηση των κριτηρίων διαμονής γίνεται με δημόσια έγγραφα και ιδίως:
α) Βεβαίωση φοίτησης από σχολείο πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας, μεταδευτεροβάθμιας, τεχνικής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης ή από ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

β) Βεβαίωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών (ένσημα) της ημεδαπής.

γ) Βεβαίωση εκπλήρωσης της στρατιωτικής θητείας για όσο διάστημα διαρκεί αυτή.

Δεν απαιτείται υποβολή φορολογικής δήλωσης εφόσον ο εκλογέας: αα) δεν έχει συμπληρώσει τα τριάντα έτη (30) ζωής και ββ) έχει υποβάλει φορολογική δήλωση συγγενης α’ βαθμού κατά το τρέχον ή το προηγούμενο φορολογικό έτος. -ΤΟ ΙΤΑΛΙΚΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ Η ΣΤΑΘΕΡΗ- ΑΝΕΠΗΡΕΑΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ: Η Τοπική Αυτοδιοίκηση της Ιταλίας, έχει σημαντικές αρμοδιότητες και η δημόσια διοίκηση δεν επηρεάζεται από τις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις. Οι περιφέρειες ειδικού καθεστώτος ,έχουν ευρύτερες εξουσίες (συμπεριλαμβανομένης μεγαλύτερης οικονομικής αυτονομίας), ως αποτέλεσμα της σύνθεσης του πληθυσμού και της χωροθέτησης τους στα εθνικά σύνορα. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση ήταν υπεύθυνη για το 28,7% των συνολικών δημόσιων δαπανών και το 54,9% των συνολικών δημόσιων επενδύσεων . Στην Ιταλία υφίσταται αποκέντρωση στην πράξη και σε μεγάλο βαθμό ανεξαρτησία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με σημαντικές αρμοδιότητες δια νόμου. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση της Ιταλίας, την δεκαετία του 1980, βρέθηκε σχεδόν στην παγκόσμια πρωτοπορία και αποτέλεσε πρότυπο αναπτυξιακού μοντέλου με τοπικά χαρακτηριστικά. Το μοντέλο αυτό αναφέρεται ως «Τρίτη Ιταλία», καθώς χωρικά και αναπτυξιακά εντοπίστηκε σε περιοχές της κεντρικής Ιταλίας (Τοσκάνη, Veneto, Emilia- Romagna), μεταξύ δηλαδή του βιομηχανικού ανεπτυγμένου Βορρά και του λιγότερο ανεπτυγμένου Νότου. Στηρίχτηκε σε υπάρχουσες χαρακτηριστικές τοπικές κοινωνικές και οικονομικές δομές, σε μικρής κλίμακας, αλλά καινοτόμας μορφής, δραστηριότητες, σε τοπικά συγκριτικά πλεονεκτήματα και την ανάδειξη τοπικών παραγωγικών συστημάτων. Επιπλέον, ατμομηχανή του μοντέλου της «Τρίτης Ιταλίας» αποτέλεσαν οι μικρές επιχειρήσεις . Αξιοσημείωτη στο μοντέλο αυτό ,είναι η έντονη και συστηματική συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων, πανεπιστημίων και Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με αποτέλεσμα την εμφάνιση στην περιοχή διάχυτης εκβιομηχάνισης (industrializzazione diffusa). Όλο αυτό το πλέγμα των αναπτυξιακών συνεργασιών και των πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εάν δεν στηριζόταν σε ένα πλαίσιο Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που είχε βαθιές ρίζες, πολιτική και οικονομική αυτονομία και ευρεία θεσμική δυνατότητα υλοποίησης αναπτυξιακών παρεμβάσεων.Ένα τρίτο στοιχείο, της Ιταλικής αυτοδιοικητικής μεταρρυθμιστικής εμπειρίας, είναι ότι προσπάθησαν να καταργήσουν έναν ενδιάμεσο αυτοδιοικητικό βαθμό, τις επαρχίες. Τις αρμοδιότητές τους ,τις διαμοίρασαν στους δήμους και τις περιφέρειες.Η Ιταλία διαθέτει τρία επίπεδα Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στα οποία συμπεριλαμβάνονται 7.982 δήμοι, 107 ενδιάμεσες δομές (επαρχίες και μητροπολιτικές πόλεις), 20 περιφέρειες (15 «συνήθεις» περιφέρειες και 5 περιφέρειες με ειδικό καθεστώς) και δύο αυτόνομες επαρχίες (Trentino-Alto Adige και Trento και Bolzano). Παρόλο που η Ιταλία θεωρείται επισήμως ως ενιαία χώρα, ιδιαίτερα μετά τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις των δύο τελευταίων δεκαετιών, θεωρείται πλέον ως ενιαία χώρα, με περιφερειοποίηση. Οι αρμοδιότητες της περιλαμβάνουν αρκετούς βασικούς τομείς δαπανών. Οι περιφέρειες είναι υπεύθυνες για την υγειονομική περίθαλψη (60% του προϋπολογισμού τους), τις μεταφορές, το χωροταξικό σχεδιασμό κλπ. Οι αρμοδιότητες των δήμων περιλαμβάνουν τον πολεοδομικό σχεδιασμό, την κοινωνική στέγαση, τη δημοτική αστυνομία, τις τοπικές δημόσιες συγκοινωνίες, τη συντήρηση δρόμων κλπ. Η υγειονομική περίθαλψη αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών δαπανών σε αυτοδιοικητικό επίπεδο (47%). Οι επαρχίες, οι οποίες μετατράπηκαν σε διαδημοτικά όργανα με τη μεταρρύθμιση του 2014 και προβλέπεται να καταργηθούν τα επόμενα χρόνια, ήταν αρμόδιες για τις μεταφορές, τους δρόμους, την προστασία του περιβάλλοντος (αποχέτευση, διάθεση αποβλήτων κλπ.). Ο πρόσφατος νόμος του 2017 εισάγει ένα μεικτό εκλογικό σύστημα στην Ιταλία. Αναλυτικότερα, το 37% του ιταλικού Κοινοβουλίου, δηλαδή 232 έδρες από τις 630 της Βουλής των Αντιπροσώπων, και 109 έδρες από τις 315 της Γερουσίας, θα εκλεγεί σε τοπικό επίπεδο. Το εκλογικό σύστημα που θα ακολουθηθεί για τον συγκεκριμένο αριθμό εδρών, θα είναι το αμιγώς πλειοψηφικό. Για την εκλογή του υπολειπόμενου 63% του Κοινοβουλίου, οι έδρες θα κατανεμηθούν στα κόμματα με κλειστή λίστα βάσει αναλογικού συστήματος. Δεδομένου του γεγονότος ότι οι τοπικοί υποψήφιοι θα έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν τη δυναμική των κομμάτων, το κύριο βάρος αναμένεται να δοθεί στην προσωπικότητα των ατόμων που θα τεθούν στην ψήφο του λαού.

Το κύριο συμπέρασμα είναι πως το νέο σύστημα αναμένεται να ευνοήσει τα κόμματα που θα επιλέξουν να συνεργαστούν ώστε να διασφαλίσουν πως ο συμπεφωνημένος υποψήφιος θα εκλεγεί. Το προηγούμενο εκλογικό σύστημα, που εγκρίθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2005, βασίζεται στην εκπροσώπηση με λίστα κόμματος, με μια σειρά ορίων για να ενθαρρυνθούν τα κόμματα να δημιουργήσουν συνασπισμούς. Αντικατέστησε ένα εκλογικό σύστημα πρόσθετου μέλους, που είχε εισαχθεί τη δεκαετία του 1990.

Το προηγούμενο σύστημα βασιζόταν σε εθνικό επίπεδο για τη Βουλή, και σε περιφερειακό για την Γερουσία. Η Ιταλία διαιρείται σε συγκεκριμένο αριθμό περιφερειών για την Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ κάθε Περιοχή εκλέγει τους γερουσιαστές της. Κάθε περιφέρεια λαμβάνει έναν αριθμό εδρών ανάλογα με το μερίδιο της, στον πληθυσμό της Ιταλίας. Ο συνασπισμός που λαμβάνει τις περισσότερες ψήφους, λαμβάνει τουλάχιστον 55% των εδρών σε εθνικό επίπεδο για τη Βουλή και σε περιφερειακό επίπεδο στη Γερουσία, ενώ οι υπόλοιπες έδρες διαιρούνται αναλογικά μεταξύ μειοψηφούντων κομμάτων. Για τη Βουλή, οι έδρες που κερδίζει κάθε κόμμα κατανέμονται σε επίπεδο περιφερειών για να αποφασισθούν οι εκλεγμένοι υποψήφιοι. Οι υποψήφιοι στις λίστες κατατάσσονται με σειρά προτεραιότητας, έτσι ώστε ένα κόμμα κερδίζει για παράδειγμα δέκα έδρες, οι πρώτοι δέκα υποψήφιοι στη λίστα του λαμβάνουν έδρες στο κοινοβούλιο.

Ο προηγούμενος νόμος επίσημα αναγνωριζε συνασπισμούς κομμάτων: για να είναι μέρος ενός συνασπισμού, ένα κόμμα πρέπει να υπογράψει το επίσημο πρόγραμμά του και να δείξει την υποστήριξη του για τον υποψήφιο του συνασπισμού για την πρωθυπουργία.

– ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΠΡΟΩΡΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ:
Κανονικά, οι εθνικές εκλογές διεξάγωνται κάθε τέσσερα χρόνια, καθώς η θητεία της Βουλής (βουλευτική περίοδος) είναι τετραετής. Όμως η Βουλή διαλύεται (δηλ. λήγει πρόωρα η βουλευτική περίοδος) και προκηρύσσονται εκλογές εφόσον δεν είναι δυνατός ο σχηματισμός Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Η ίδια η Κυβέρνηση, ακόμη, μπορεί να προκαλέσει εκλογές, μέσω της διάλυσης της Βουλής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προκειμένου να υπάρξει ανανέωση της λαϊκής εντολής προς την Κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει κάποιο εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας (αποκλείεται όμως η διάλυση της Βουλής δύο συνεχόμενες φορές για το ίδιο θέμα). Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει εκλογές νωρίτερα από το τέλος της τετραετίας, αν έχουν παραιτηθεί ή καταψηφιστεί από τη Βουλή δύο Κυβερνήσεις και η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα. H Βουλή διαλύεται και προκηρύσσονται εκλογές αν μετά από τρεις ψηφοφορίες αδυνατεί να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας (σύμφωνα με τις αυξημένες πλειοψηφίες που προβλέπονται από το Σ. άρθ. 32).
Κατά το άρθρο 38 παρ.1 εδ.α: “Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαλλάσσει από τα καθήκοντά της την Κυβέρνηση, αν αυτή παραιτηθεί, καθώς και αν η Βουλή αποσύρει την εμπιστοσύνη της κατά το άρθρο 84”. Σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ.1 εδ.β : “Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 37”. Είναι σαφές ότι στις περιπτώσεις παραίτησης ή άρσης εμπιστοσύνης είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να καταλήξουμε σε διάλυση της Βουλής, μετά δηλαδή την αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης κατά τη διαδικασία του άρθρου 37 παρ.2 και 3. Αυτή η διαδικασία με στόχο τον σχηματισμό βιώσιμης Κυβέρνησης κινείται από τον Πρόεδρο μόνο όταν ο Πρωθυπουργός της παραιτούμενης Κυβέρνησης είναι αρχηγός ή εκπρόσωπος κόμματος που δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών. Αντίθετα, όταν πρωθυπουργός της παραιτούμενης κυβέρνησης είναι αρχηγός ή εκπρόσωπος κόμματος που συνεχίζει να διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, δηλαδή έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, τότε, σύμφωνα με το άρθρο 38 §1 εδ.γ, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει απευθείας εκλογική Κυβέρνηση. Με τη ρύθμιση αυτή, το Σύνταγμα σωστά θεωρεί πως κάθε απόπειρα σχηματισμού νέας Κυβέρνησης θα αποτελούσε κάμψη της αρχής της δεδηλωμένης. Ασχέτως του εάν ο Πρωθυπουργός της παραιτούμενης Κυβέρνησης είναι αρχηγός ή εκπρόσωπος κόμματος που διαθέτει ή όχι την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου της Βουλής, η κυβέρνηση διεξαγωγής των εκλογών θα είναι είτε πολιτική εκλογική, είτε υπηρεσιακή εκλογική. 1. Η Κυβέρνηση υποχρεούται να παραιτηθεί εάν χάσει την εμπιστοσύνη της Βουλής (κατά το άρθρο 84), είτε διότι έγινε δεκτή πρόταση δυσπιστίας, είτε διότι απορρίφθηκε πρόταση εμπιστοσύνης (δυνητική). Τότε, με το δεδομένο ότι δεν υπάρχει πλέον Κυβέρνηση που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιχειρεί να σχηματίσει Κυβέρνηση που θα λάβει την εμπιστοσύνη της Βουλής, με τις διερευνητικές εντολές και την συνάντηση με τους αρχηγούς των κομμάτων της Βουλής. Εάν αποτύχουν οι προσπάθειές του ορίζεται εκλογική κυβέρνηση (πολιτική ή υπηρεσιακή). 2. Η Κυβέρνηση μπορεί να παραιτηθεί όποτε θέλει, ενώ έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Τότε, ο Πρόεδρος δεν μπορεί να επιχειρήσει να σχηματισθεί άλλη Κυβέρνηση που θα λάβει (κι αυτή!) την εμπιστοσύνη της Βουλής. Τότε θα διαλυθεί οπωσδήποτε η Βουλή και οι εκλογές θα γίνουν με εκλογική κυβέρνηση (πολιτική ή υπηρεσιακή).
Κατά το άρθρο 41 παρ.2 εδ.α : “Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαλύει τη Βουλή με πρόταση της Κυβέρνησης που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας”. Εδώ προβλέπεται η υποχρέωση του Προέδρου να κάνει δεκτή πρόταση της Κυβέρνησης για τη διάλυση της Βουλής. Αναγκαίες προϋποθέσεις για την πρωτοβουλία-πρόταση της Κυβέρνησης είναι η ύπαρξη εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας και η “πρωτοτυπία” του εθνικού αυτού θέματος (άρθρο 41 παρ.2 εδ.β: “Αποκλείεται η διάλυση της νέας Βουλής για το ίδιο θέμα”). Σε αυτή την περίπτωση διάλυσης της Βουλής, το σχετικό διάταγμα προσυπογράφεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Κυβέρνηση διεξαγωγής των εκλογών είναι η Κυβέρνηση που προτείνει τη διάλυση και έχει βέβαια την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Κατά το άρθρο 37 παρ.3 εδ.γ, φράση τρίτη: “Αν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν… αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης … (ο ΠτΔ ) επιδιώκει το σχηματισμό Κυβέρνησης για τη διενέργεια εκλογών… και διαλύει τη Βουλή”. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, εάν υπάρχει αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης που θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να διαλύσει τη Βουλή και τις εκλογές θα διενεργήσει εκλογική Κυβέρνηση, είτε πολιτική, είτε υπηρεσιακή.
Κατά το άρθρο 41 παρ.5: “Η Βουλή διαλύεται υποχρεωτικά στην περίπτωση του άρθρου 32 παρ.4”, δηλαδή όταν κατά την τρίτη ψηφοφορία, για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, κανένας από τους υποψηφίους δεν συγκεντρώσει τα τρία πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών (180 βουλευτές).
Ως καταψήφιση νοείται και η απόρριψη πρότασης εμπιστοσύνης και η αποδοχή πρότασης δυσπιστίας, όπως ρυθμίζονται στο άρθρο 84.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει τη διακριτική ευχέρεια, αντί να διαλύσει τη Βουλή ακριβώς μετά τη δεύτερη παραίτηση ή καταψήφιση, να κινήσει τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών, από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει Κυβέρνηση που θα έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Στην περίπτωση αυτή, εάν ο Πρόεδρος κρίνει ότι, παρά την ύπαρξη Κυβέρνησης που απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής, δεν εξασφαλίζεται κυβερνητική σταθερότητα, διαλύει τη Βουλή. Τότε, όπως ορίζει το άρθρο 41 παρ.1 εδ.β : “Οι εκλογές ενεργούνται από την Κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της διαλυόμενης Βουλής”. Το διάταγμα της διάλυσης της Βουλής, αν δεν προσυπογραφεί από τον Πρωθυπουργό, εκδίδεται, κατά το άρθρο 35 παρ.2 εδ.γ, με μόνη την υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Σε όλες τις περιπτώσεις (πρόωρης) διάλυσης της Βουλής, τίθενται από το Σύνταγμα κάποιοι περιορισμοί. Κατά το άρθρο 41 παρ.4 δεν μπορεί να διαλυθεί η Βουλή, που εξελέγη μετά την πρόωρη διάλυση της προηγούμενης, προτού περάσει ένας χρόνος από την έναρξη των εργασιών της. Αυτός ο περιορισμός δεν ισχύει, εάν υπάρχει αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης (άρθρο 37 παρ.3), και 75 εάν, μετά την παραίτηση ή καταψήφιση δύο Κυβερνήσεων, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κρίνει ότι δεν εξασφαλίζεται η κυβερνητική σταθερότητα (άρθρο 41 παρ.1).Το προεδρικό διάταγμα διάλυσης της Βουλής (όπως και το διάταγμα λήξης της τετραετούς θητείας) πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει : α) προκήρυξη εκλογών μέσα σε τριάντα ημέρες β) σύγκληση της νέας Βουλής μέσα στις τριάντα επόμενες ημέρες (ερμηνευτική δήλωση του άρθ. 41).

Το άρθρο 37 του Συντάγματος επιτάσσει, κάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες. Για να μετατραπεί η διερευνητική εντολή σε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης θα πρέπει να προκύψει ότι ο εντολοδόχος πρωθυπουργός διαθέτει την εμπιστοσύνη της Βουλής προτού πάει η κυβέρνηση στη Βουλή.

Aν όμως οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στο πλαίσιο του ρυθμιστικού του ρόλου:
-καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων (μπορεί να τους καλέσει εν συμβουλίω ή έναν-έναν ή όπως ο ίδιος κρίνει) σε μια προσπάθεια σχηματισμού Κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Bουλής. Αν δεν υπάρξει συμφωνία,
-ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιδιώκει το σχηματισμό Κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Bουλής για τη διενέργεια εκλογών. Σε περίπτωση αποτυχίας και αυτής της προσπάθειας,
-Ο ΠτΔ αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου το σχηματισμό Κυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές, και διαλύει τη Bουλή.