Ένα νέο παραγωγικό αναπτυξιακό πρόγραμμα απαιτεί ρήξεις

Γράφει ο Παναγιώτης Κουμουνδούρος

Η Ελλάδα οφείλει να προχωρήσει με το βλέμμα στο μέλλον, αποβάλλοντας από πάνω της τις νεοφιλελεύθερες εμμονές τις ολιγαρχικής λειτουργίας της οικονομίας και του κεφαλαίου. Οι αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις, σημάδια απορρύθμισης του καπιταλισμού, δημιουργούν τεράστιες ανισότητες στις κοινωνίες.

Και προφανώς αυτό είναι και το ζητούμενο για την Αριστερά και τις κοινωνικές δυνάμεις που συμπορεύονται μαζί της.

Απαιτείται σήμερα ένα άμεσο πρόγραμμα κοινωνικής ανάτασης, ένα σύγχρονο ριζοσπαστικό οικονομικό πρόγραμμα, όχι για βγει από το την παρατεταμένη κρίση το κρατικοδίαιτο ολιγαρχικό κεφάλαιο, αλλά να προστατευθεί η κοινωνία και οι δυνάμεις της εργασίας από την βίαιη αναδιανομή πλούτου και την περιθωριοποίηση τους. .

Το ερώτημα λοιπόν για την εποχής μας είναι ποια θα είναι εκείνη η ριζική τομή που θα μας επιτρέψει να βγούμε από τον φαύλο κύκλο των διαδοχικών κρίσεων;

Η τελευταία δεκαπενταετία έχει σφραγιστεί από την εναλλαγή κρίσεων. Οι οικονομολόγοι του συστήματος με έμφαση επισημάνουν ότι οι κρίσεις του καπιταλιστικού συστήματος θα είναι συχνότερες και με μεγαλύτερη ένταση. Εκφράζουν φόβους για το αν ο κοινωνικός ιστός αντέξει αυτήν την πίεση, που δημιουργεί όλο και μεγαλύτερες ανισότητες που αποδιαρθρώνουν ακόμα και τις παλιές βεβαιότητες του νεοφιλελευθερισμού. Οι αγορές τελικά δεν αυτορυθμίζονται. Η φτώχεια και οι ανισότητες αγκαλιάζουν όλο και περισσότερα κοινωνικά στρώματα Αυτή η κατάσταση έχει βάλλει πάνω στο τραπέζι προβληματισμούς και μια παραγωγική συζήτηση για την αναγκαιότητα μίας νέας πολιτικής και οικονομικής συμφωνίας. Το παράδειγμα της πανδημίας είναι από αυτή την πλευρά χαρακτηριστικό.

Στον Ευρωπαϊκό χώρο , το Ταμείο Ανάκαμψης φανερώνει τη δυνατότητα μιας πολιτικής απάντησης που δεν παραπέμπει στις παλιές κακές μέρες του δόγματος της λιτότητας. Οι αποφάσεις της γαλλικής και της γερμανικής κυβέρνησης για την κρατικοποίηση ενεργειακών κολοσσών, οι πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες της αμερικανικής κυβέρνησης ενάντια στον πληθωρισμό, οι ευρωπαϊκές συζητήσεις για μια νέα βιομηχανική πολιτική μαρτυρούν σημαντικούς μετασχηματισμούς σε μια θετική κατεύθυνση.

Δυστυχώς, τα όποια θετικά βήματα συχνά μένουν μετέωρα καθώς έχουν να αναμετρηθούν με δυνάμεις, οι οποίες θεωρούν ότι οι κρίσεις προσφέρουν μεγάλη ευκαιρία για την ισχυροποίηση, των ήδη ισχυρών και την όξυνση των περιφερειακών και κοινωνικών ανισοτήτων.

Αν τη δεκαετία του 1990 και τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα την πολιτική απασχολούσε η διαχείριση ενός δεδομένου οικονομικού δόγματος, αυτή τη στιγμή η πολιτική έχει ξεχωριστή σημασία. Και η διαπίστωση αυτή αφορά κυρίως τις δυνάμεις της αριστεράς, της οικολογίας και της σοσιαλδημοκρατίας. Γιατί αυτή η προοδευτική πολιτική πρέπει να αναμετρηθεί με ένα παλιό παραγωγικό μοντέλο που έχει εξαντλήσει οριστικά τα καύσιμά του, αλλά και με την πρόκληση να διαμορφώσει ένα νέο, που θα αντιστοιχεί στις δυνατότητες της εποχής μας και στις απαιτήσεις των πολιτών.

Ας ρίξουμε μια ματιά στο παρελθόν της χώρα μας. Η οικονομική κρίση, πέραν όλων των άλλων καταστροφικών διαστάσεων που έφερε η πολιτική των

μνημονίων, έφερε στην επιφάνεια τα σαθρά θεμέλια ενός παραγωγικού μοντέλου που στηριζόταν δογματικά στην ανάπτυξη του τουρισμού, στη συρρίκνωση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα, την απουσία ελέγχων και ρυθμιστικού πλαισίου σε σημαντικά πεδία όπως ο τραπεζικός δανεισμός. Η χώρα μας πλήρωσε πολύ ακριβά τον λογαριασμό αυτών των επιλογών. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε, σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, μια ριζική αναστροφή πορείας, η οποία αποτυπώθηκε στην ορθολογική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και στην προώθηση ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου με κανόνες για όλους, με ειδική προστασία για τον κόσμο της εργασίας και έμφαση στην έρευνα και την καινοτομία. Αυτή η παρακαταθήκη μετατράπηκε σε σωρούς από μπάζα μέσα από τις επιλογές της Νέας Δημοκρατίας. Δεν είμαστε λοιπόν ίδιοι σε καμία περίπτωση.

Από το 2019, η χώρα μας ζει την νεκρανάσταση ενός αποτυχημένου μοντέλου, όπου από τη μία το κράτος επιδοτεί συγκεκριμένα ολιγοπωλιακά επιχειρηματικά -και κερδοσκοπικά- συμφέροντα, ενώ την ίδια στιγμή από την άλλη ανάπτυξη είναι μόνο ο τουρισμός. Αφήνοντας κατά μέρος όλες τις άλλες παραμέτρους, αυτό το μοντέλο δεν είναι βιώσιμο. Είναι η ασφαλέστερη εγγύηση για τη μετάβασή μας από τη μία κρίση στην επόμενη. Μια χώρα με μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, με μειωμένους μισθούς, με όξυνση των ανισοτήτων, με αδιαφορία για την τήρηση των επενδυτικών κανόνων, διασπάθιση του δημόσιου χρήματος και αδύναμο παραγωγικό ιστό, είναι μια χώρα εξαιρετικά ευάλωτη, μια χώρα καταδικασμένη στο περιθώριο των εξελίξεων.

Η Ελλάδα οφείλει να προχωρήσει στη βάση ενός νέου αναπτυξιακού σχεδίου. Το νέο κοινωνικό συμβόλαιο που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. στηρίζεται στην ενίσχυση των δυναμικών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, στην επένδυση στη γνώση, στην ανακατεύθυνση των χρηματοδοτικών εργαλείων σε τομείς που έχουν εγχώρια προστιθέμενη αξία. Και για να γίνει αυτό, στο τιμόνι του αναπτυξιακού σχεδίου πρέπει να βρίσκονται οι δημόσιες πολιτικές.

Το νέο ελληνικό παραγωγικό μοντέλο απαιτεί ρήξη με τις αδράνειες του παρελθόντος και την ίδια τη λογική των κρατικοδίαιτων ολιγοπωλιακών συμφερόντων, που στραγγαλίζουν τη δυνατότητα νέων παραγωγικών επενδύσεων. Αυτός είναι ο δρόμος για την οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη.

ΓΙΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΠΑΝΤΟΥ

Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ ΞΕΡΕΙ ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ.

Ζητάμε λοιπόν από το λαό μας την ευκαιρία να εφαρμόσουμε το πρόγραμμα μας

ΞΕΡΟΥΜΕ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΦΕΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ.

Παναγιώτης Κουμουνδούρος

Συντονιστής ΝΕ Λακωνίας ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ